ἀμφίβολος
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
ον,
A put round, encompassing, σπάργανα E.Ion1490; ὄρη Opp.C.2.133: Subst. -βολον, τό, klwstou= -bo/lois li/noio E.Tr.537, cf. AP6.296 (Leon.). II struck or attacked on both or all sides, A.Th.298; ἀ. εἶναι to be between two fires, Th.4.32,36; ἀ. γεγονέναι ὑπὸ τῶν πολεμίων Plu.Cam.34, cf. Ph.Bel.86.13. 2 Act., hitting at both ends, double-pointed, κάμακες AP6.131 (Leon.). III doubtful, ambiguous, Pl.Cra.437a, X.Mem.1.2.35, etc.; τἀγαθὰ ἐς ἀμφίβολον ἀσφαλῶς ἔθεντο prudently accounted their good fortune as doubtful, Th. 4.18; ἐς ἀ. θέσθαι call in question, Plu.2.756c; τὰ ἅπαξ κεκριμένα ἀ. ποιῆσαι OGI664 (Egypt, i A.D.); ἀ. νόμος Arist.Rh.1375b11; τὸ ἀ. Top.160a29; ἀμφίβολα λέγειν Rh.1407a37; δηλώσεις ἀ. Epicur. Ep.1p.27U.; συλλογισμοί, λέξεις, Chrysipp.Stoic.2.67,107; διάλεκτοι, prob. contradictory, ib.56,58; οἰνάριον ἀ. doubtful whether it is wine or vinegar, Polioch.2.8; ἐν ἀμφιβόλῳ εἶναι to be doubtful, Luc.D Mort. 1.1; κατὰ δύο ἀμφίβολα Olymp.in Mete.22.27. Adv., οὐκ ἀμφιβόλως A.Th.863; ἀ. ἔχειν D.H.Rh.10.5; δέξασθαι Arr.Tact.31.1. IV of persons, in doubt, wavering, uncertain, Luc.D Deor.20.11, D.C.37.36, etc.; also ἀ. βίος, of a turncoat, Luc.Pseudol.16; ἄνθρωπος, of a eunuch, Lib.Eth.26.3.
German (Pape)
[Seite 137] (ἀμφιβάλλω), 1) umgeworfen, τὸ ἀμφ., das Gewand, Eur. λίνεα Troad. 537; vgl. Ion 1510 Herm.; Leon. Tar. 12 (VI, 296), das Netz. – 2) von allen Seiten geworfen, angegriffen, πολῖται Aesch. Spt. 280; Thuc. 4, 36; γίγνεσθαι 4, 32 (Arr. 3, 18, 8 πάντοθεν ἀμφίβολοι γενόμενοι, Plut. ὑπὸ τῶν πολεμίων Camill. 34); διπλάσιόν τε πόνον ἔχειν καὶ ἐν ἀμφιβόλῳ μᾶλλον γίγνεσθαι (Schol. ἑκατέρωθεν βάλλεσθαι), noch mehr in die Klemme gerathen, 2, 76. – 3) zweideutig, ungewiß, ὄνομα Plat. Crat. 437 a; vgl. Xen. Mem. 1, 2, 35; φήμη Plut. Oth.; ἐν ἀμφιβόλῳ Luc. Mort. D. 1, 1; τὸ ἀμφίβ. καὶ ἀβέβαιον τῆς τύχης Luc. Char. 18; καὶ περισφαλὴς τύχη Plut. fort. Rom. 4; οἰνάριον Polioch. com. Ath. II, 60 c; κρίσις Arabi. 4 (Plan. 148); vgl. Pallad. 104 (X, 65). Bei Leon. Tar. 24 (VI, 131) scheinen κάμακες ἀμφίβολοι von beiden Seiten treffende zu sein. – Adv. ἀμφιβόλως, zweideutig, Aesch. Spt. 845 Pers. 871.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίβολος: -ον, (ἀμφιβάλλω) ὁ βαλλόμενος ἢ τιθέμενος πέριξ σχοινίον, κλωστοῦ δ’ ἀμφιβόλοις λίνοιο, διὰ σχοινίων κλωστοῦ λίνου, Εὐρ. Τρῳ 537· σπάργανα ὁ αὐτ. Ἴων. 1490. ΙΙ. ὁ πληγεὶς ἢ προσβληθεὶς ἑκατέρωθεν ἢ πανταχόθεν, Αἰσχύλ. Θ. 298· ἀμφ. εἶναι, προσβάλλεσθαι πανταχόθεν, Θουκ. 4. 32 καὶ 36· ἀμφ. γεγονέναι ὑπὸ τῶν πολεμίων Πλουτ. Κάμιλλ. 34: ― ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει, «ἀμφίβολοι, ἑκατέρωθεν περιβαλλόμενοι, ὡς Θουκυδίδης»: πρβλ. ἀμφιβολία. 2) ἐνεργ., ὁ ἀμφοτέρωθεν πλήττων, δίστομος, διπλῆν ἔχων αἰχμήν, (πρβλ. ἀμφίγυος), κάμακες Ἀνθ. Π. 6. 131. ΙΙΙ. ἀμφίβολος, δηλ. ἀβέβαιος, Πλάτ. Κρατ. 437Α, Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 35, Ἀριστ., κτλ.: τἀγαθὰ ἐς ἀμφίβολον ἀσφαλῶς ἔθεντο, φρονίμως ποιοῦντες, ἐθεώρησαν τὴν καλήν των μοῖραν ὡς ἀμφίβολον, Θουκ. 4. 18· ἀμφ. νόμος Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 10· τὸ ἀμφ. ὁ αὐτ. Τοπ. 8. 7, 3, καὶ ἀλλ.: ἀμφίβολα λέγειν ὁ αὐτ. Ρητ. 3. 5, 4· οἰνάριον ἀμφ., ἀμφίβολον ἂν εἶναι οἶνος ἢ ὕδωρ, Πολίοχ. ἐν Ἀδήλ. 1. 8· ἐν ἀμφ. εἶναι, ἐν ἀμφιβολίᾳ, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1. 1: ― Ἐπίρρ., οὐκ ἀμφιβόλως Αἰσχύλ. Θ. 863· πρβλ. ἀμφιλόγως.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 enveloppé, frappé de tous côtés ; ἀμφίβολον εἶναι être entre deux assaillants;
2 à double sens, ambigu, équivoque ; incertain, douteux ; ἐν ἀμφιβόλῳ être dans le doute ; en parl. de pers. qui est dans l’incertitude, incertain.
Étymologie: ἀμφιβάλλω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1atacado por ambos lados, sitiado τοὶ δ' ἐπ' ἀμφιβόλοισιν ἰάπτουσι πολίταις A.Th.298, ὅπως ... ἀ. γίγνωνται Th.4.32, cf. 36, Plu.Cam.34.
2 de dos puntas κάμακες AP 6.131 (Leon.).
3 envolvente, que recubre σπάργανα E.Io 1490, στεφάνην διέκερσεν ἀμφιβόλων ὀρέων Opp.C.2.133.
II fig. de abstr.
1 dudoso ἵνα ... μὴ ἀμφίβολον ᾖ ὁρίσατέ X.Mem.1.2.35
•en expresiones adverb. τἀγαθὰ ἐς ἀμφίβολον ἀσφαλῶς ἔνθεντο aseguraron sus éxitos ante una situación de incertidumbre Th.4.18, εἰς ἀμφίβολον ... θέσθαι poner en duda Plu.2.756c, ἐν ἀμφιβόλῳ εἶναι ser dudoso Luc.DMort.1.1
•οἰνάριον ἀ. vinito dudoso, que no se sabe si es vino o vinagre Polioch.2.8.
2 del lenguaje ambiguo, equívoco ὄνομα Pl.Cra.437a, λόγοι Isoc.12.240, cf. Plb.15.25.31, λέξεις Chrysipp.Stoic.2.107.30, S.E.M.2.38, cf. BGU 935.6 (III/IV a.C.), λῆμμα S.E.M.9.136, ὅταν ... λέγωσιν ἀμφίβολα Arist.Rh.1407a37, δηλώσεις Epicur.Ep.[2] 76
•falseado τὰ ... κεκριμένα ... ἀμφίβολα ποιῆσαι OGI 664.16 (I a.C.)
•de las vocales α, ι, υ ambiguas en cuanto a la cantidad, Sch.D.T.38.16, cf. 199.35, S.E.M.1.100.
III fig. de pers.
1 que duda, vacilante Luc.DDeor.20.11, D.C.37.36.1.
2 ambiguo, equívoco de un eunuco γέγονα διὰ τέχνης ἀμφίβολος ἄνθρωπος Lib.Eth.26.3.
3 que a todo se acopla, cambiante ἀ. βίος del hombre inmoral, Luc.Pseudol.16.
IV adv. -ως dudosamente οὐκ ἀ. ... οἶμαι creo sin lugar a dudas A.Th.863, ἀ. ἔχειν dudar Hp.Decent.17, cf. D.H.Rh.10.5, ἀ. δέξασθαι Arr.Tact.31.1.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμφίβολος, -ον)
αυτός που βρίσκεται στα όρια του πιθανού και του απίθανου, του δυνατού και του αδύνατου, αβέβαιος, άδηλος, αόριστος, προβληματικός
2. (για πρόσωπα) αυτός που βρίσκεται σε αμφιβολία, σε αβεβαιότητα, που διστάζει
νεοελλ.
(το ουδ. ως απροσ.) «(είναι) αμφίβολο», είναι αβέβαιο, δεν υπάρχει βεβαιότητα
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται γύρω από κάποιον, που περιβάλλει κάποιον ή κάτι από παντού
αυτός που χτυπιέται από όλες τις πλευρές
3. αυτός που έχει διπλή αιχμή, «ἀμφίβολοι κάμακες»
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀμφίβολον σκοινί
5. φρ. «ἀμφίβολος εἰμι», βρίσκομαι ανάμεσα σε δύο πυρά, βάλλομαι από παντού
«ἀμφίβολος βίος», λέγεται για τους αποστάτες
«ἐν αμφιβὀλῳ εἰμί», βρίσκομαι σε αμφιβολία, αμφιβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιβάλλω. Για τη σημ. βλ. λ. αμφιβάλλω.
ΠΑΡ. αμφιβολία].
Greek Monotonic
ἀμφίβολος: -ον (ἀμφιβάλλω),
I. αυτός που περιβάλλει, περικυκλώνει, σε Ευρ.
II. 1. αυτός που βάλλεται από όλες ή και τις δύο πλευρές, σε Αισχύλ.· ἀμφ. εἶναι, βρίσκομαι ανάμεσα σε δύο πυρά, σε Θουκ.
2. Ενεργ., αυτός που βάλλει και από τις δύο μεριές, δίστομος, σε Ανθ.
III. αμφίβολος, αβέβαιος, αμφίσημος, αμφιλεγόμενος, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· τἀγαθὰ ἐς ἀμφίβολον ἔθεντο, υπολόγιζαν την καλή τους τύχη ως αμφίβολη, σε Θουκ.· ἐν ἀμφιβόλῳ, σε ἀμφιβολία, σε Λουκ.· επίρρ. οὐκ ἀμφιβόλως, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίβολος: 1) накинутый, надетый (παρθένια σπάργανα, λίνα Eur.);
2) подвергающийся нападению с двух или со всех сторон (πολῖται Aesch.): ἀ, γενέσθαι или εἶναι Thuc. подвергаться круговому обстрелу, быть между двух огней;
3) обоюдоострый (κάμακες Anth.);
4) двусмысленный (ὄνομα Plat.; νόμος Arst.; χρησμός Plut.);
5) неопределенный, сомнительный, ненадежный (τύχη Plut.);
6) неуверенный, сомневающийся (ἀ. εἶναι ἔν τινι Plut.): ἀμφίβολοι πλέομεν Luc. мы плыли в нерешительности.
Middle Liddell
ἀμφιβάλλω
I. put round, encompassing, Eur.
II. attacked on both or all sides, Aesch.; ἀμφ. εἶναι to be between two fires, Thuc.
2. act. hitting at both ends, double-pointed, Anth.
III. doubtful, ambiguous, Plat., Xen., etc.; τἀγαθὰ ἐς ἀμφίβολον ἔθεντο accounted their good fortune as doubtful, Thuc.; ἐν ἀμφιβόλωι in doubt, Luc.:—adv., οὐκ ἀμφιβόλως Aesch.