ἐπειδάν

From LSJ
Revision as of 22:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπειδάν Medium diacritics: ἐπειδάν Low diacritics: επειδάν Capitals: ΕΠΕΙΔΑΝ
Transliteration A: epeidán Transliteration B: epeidan Transliteration C: epeidan Beta Code: e)peida/n

English (LSJ)

i.e. ἐπειδὴ ἄν (v.

   A ἐπεί A.11, ἄν B. 1.2), whenever, with Subj., of Time, once in Hom., Il.13.285, freq. in Att.    2 for ἐπειδάν c. opt. v. ἐπεί A. 111.5. [-ᾱν is prob.; ἐπεὶ δ' ἄν is to be read in A. Th.734, E.Rh.469.]

German (Pape)

[Seite 910] (d. i. ἐπειδὴ ἄν), nachdem, wann, etwas noch Unentschiedenes, aber für das folgende Hauptverbum als wirklich Angenommenes ausdrückend, auch wohl die Allgemeinheit od. eine wiederholte Handlung in der Gegenwart ausdrückend: jedesmal dann, wann; Hom. ταρβεῖ, ἐπειδὰν πρῶτον ἐςίζηται λόχον ἀνδρῶν, sobald als, Il. 13, 285; gew. bei folgendem fut. mit dem conj. aor. als fut. exact. zu fassen, ἐπειδὰν διαπράξωμαι ἥξω, wann, sobald ich es ausgerichtet haben werde, Xen. An. 2, 3, 29; ἐπειδὰν αὐτοὶ κτάνωσιν – τίς ἂν πόροι Aesch. Spt. 716; ἐπειδὰν σὺ βούλῃ διαλέγεσθαι, τότε σοι διαλεξόμεθα Plat. Prot. 335 b; ἐπειδὰν θᾶττον συνιῇ τις τὰ λεγόμενα, sobald als er versteht, 325 c; ἐπειδὰν μὲν – ὅταν δέ 319 b. – Auch in indirecter Rede, εἶπε δέ, ὅτι, ἐπειδὰν τάχιστα ἡ στρατεία λήξῃ, εὐθὺς ἀποπέμψει αὐτόν Xen. An. 3, 1, 9; in welchem Falle Dem. 30, 6 der opt. steht, δίκην με λήψεσθαι, ἐπειδὰν τάχιστα ἀνἡρ εἶναι δοκιμασθείην, für ἐπειδή, bei Xen. Cyr. 1, 3, 18, ὅπως οὖν μὴ ἀπολῇ μαστιγούμενος, ἐπειδὰν οἴκοι εἴης, ist wohl der conj. mit Schneider vorzuziehen. Incorrect von der wiederholten Handlung in der Vergangenheit, ἐπειδὰν ἴδοιμι τὴν γραῦν – ἄρτον ἤσθιον Luc. Amor. 21; doch haben auch sonst Sp. den opt. für den conj.

French (Bailly abrégé)

conj.
après que, lorsque, avec le sbj. ; qqf renforcé par un adv. : ἐπειδὰν τάχιστα, ἐπειδὰν πρῶτον aussitôt que, dès que.
Étymologie: ἐπειδή, ἄν.

English (Autenrieth)

when, Il. 13.285†.

Greek Monolingual

ἐπειδάν (Α)
(σύνδ.)
1. (για χρόνο) όταν, αφού («ταρβεῑ, ἐπειδὰν πρῶτον ἐσίζηται λόγον ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.
«ἐπειδὰν σὺ βούλῃ διαλέγεσθαι», Πλάτ.)
2. (με ευκτ. αναφορικά με μέλλοντα χρόνο) αφούδίκην με λήψεσθαι παρ' αὐτῶν, ἐπειδὰν [[[αντί]] επειδή] τάχιστ' ἀνὴρ εἶναι δοκιμασθείην», Δημοσθ.).

Greek Monotonic

ἐπειδάν: δηλ. ἐπειδὴ ἄν = ἐπεάν, ἐπήν, οποτεδήποτε, κάθε φορά όπου.

Russian (Dvoretsky)

ἐπειδάν: 1) conj. с conjct. aor. в знач. будущего после того как, когда: ἐ. διαπράξωμαι ἃ δέομαι Xen. когда я закончу то, что должен (сделать);
2) conj. с praes. или aor. conjct., с оттенком повторности всякий раз как, как только: ἐ. σὺ βούλῃ διαλέγεσθαι Plat. как только ты пожелаешь говорить (со мной).

Middle Liddell


i. e. ἐπειδὴ ἄν, = ἐπεάν, ἐπήν whenever.