μεταγωγικός

From LSJ
Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ μεταγωγικός, -ή, -όν) μεταγωγή
ο ικανός ή κατάλληλος να μεταφέρει, μεταφορικόςμεταγωγικό σώμα»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μεταγωγικό
μεταφορικό μέσο, κυρίως του στρατού, όπως ζώο, όχημα, αεροσκάφος, πλοίο, το οποίο χρησιμοποιείται για στρατιωτικές μεταφορές.
επίρρ...
μεταγωγικῶς (Μ)
κατά μεταγωγή.