κισσοκόρυμβος
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ὁ,
A ivy-cluster, Hippiatr.77.
German (Pape)
[Seite 1442] ὁ, der traubenförmige Fruchtbüschel des Epheu, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κισσοκόρυμβος: -ον, βλάστημα κισσοῦ, Ἱππιατρ. 208.
Greek Monolingual
κισσοκόρυμβος, -ον (Α)
το αρσ. ως ουσ. ὁ κισσοκόρυμβος
πυκνό κλαδί κισσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + κόρυμβος «κορυφή»].