κινώ
German (Pape)
[Seite 1441] οῦς, ἡ, dor. = κίνησις, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κῑνώ: -οῦς, ἡ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κίνησις, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
κινώ, οῡς, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν- (του κινῶ) + επίθυμα ώ / -οῦς (πρβλ. ηχ-ώ, πειθ-ώ)].
(II)
και κουνώ (AM κινῶ, -έω, Μ και κουνῶ)
1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με ηλεκτρισμό» β. «ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῡντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν», ΚΔ)
2. μετατοπίζω, μετακινώ, μεταφέρω (α. «μείνε εκεί που είσαι, μην κινηθείς καθόλου» β. «μὴ κινείτω γῆς ὅρια μηδείς», Πλάτ.)
3. εγείρω, προκαλώ (α. «το βιβλίο του κίνησε το ενδιαφέρον» β. «μάς κινήθηκε η περιέργεια για το γεγονός» γ. «σίγα, τέκνον, μὴ κινήσῃς ἀγρίαν ὀδύνην πατρὸς ὁμόφρονος», Ευρ.)
4. προτρέπω, παροτρύνω (α. «κινούμενος από μεγάλο φθόνο τον συκοφάντησε» β. «ἔτι λέγειν αὐτόν ἐκίνουν», Πλάτ.)
5. διαταράσσω, διεγείρω (α. «τοὐς δ' εἴπερ τις... κινήσῃ ἀέκων», Ομ. Ιλ.
β. «ἐξ ὕπνου κινεῑν δέμας», Ευρ.)
6. επενεργώ ως καθαρτικό («τον κίνησε το φάρμακο»)
7. (αμτβ.) ξεκινώ, αναχωρώ («κίνησε πρωί πρωί για την αγορά»)
8. μέσ. κινούμαι, -έομαι
κατευθύνομαι, πορεύομαι (α. «κινείται προς Βορράν» β. «οἵδε κινοῡνται λόχοι πρὸς ἄστυ Θήβης», Σοφ.)
9. φρ. α) «κινώ αγωγή» — αρχίζω δικαστικό αγώνα
β) «κινῶ πάντα λίθον» — χρησιμοποιώ κάθε μέσο
νεοελλ.
1. ανασκαλεύω, ερευνώ («μην κινήσεις άλλο την υπόθεση, γιατί δεν θα σού βγει σε καλό»)
2. μέσ. α) κινούμαι
ενεργώ, δρω («πρέπει να κινηθείς μέσα στα επιτρεπόμενα όρια»)
β) κινούμαι και κουνιέμαι
δείχνω ζωτικότητα, δραστηριοποιούμαι (α. «η αγορά αυτές τις μέρες δεν κινείται πολύ» β. «κουνήσου λίγο, πέρασε η ώρα»)
3. φρ. α) «κινούμενα σχέδια» — κινηματογραφημένη προβολή διαδοχικών εικόνων με σκίτσα κωμικού συνήθως περιεχομένου
β) «κινώ γη και ουρανό» ή «κινώ θεούς και δαίμονες» — κάνω τα πάντα για να πετύχω κάτι
γ) «κινώ τα νήματα» — είμαι ο κύριος και καθοριστικός παράγοντας μιας ενέργειας
δ) «κινώ λογαριασμό» — χρεωπιστώνω τον λογαριασμό μου στην τράπεζα
4. παροιμ. φρ. «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει» — μην περιμένεις να σού έλθουν όλα έτοιμα, αλλά να προσπαθείς και ο ίδιος
νεοελλ.-μσν.
1. (αμτβ.) αρχίζω ενέργεια, επιχειρώ («κινώ πόλεμο»)
2. (για υγρό) τρέχω, κυλώ («δάκρυα κινούν και κλαίγει», Ερωτόκρ.)
3. φρ. «κινώ χείρα εις...» ή «κινούν τα χέρια μου εις...» — αρχίζω να ασχολούμαι με γράψιμο
μσν.
1. ορμώ, επιτίθεμαι
2. φρ. α) «κινῶ γλῶσσαν» — μιλώ
β) «κινῶ λίθον» — ενεργώ εχθρικά
γ) «κινῶ χεῖρα» — απλώνω το χέρι για να αρπάξω κάτι
δ) «κινῶ (τὴν) κοιλίαν» — προκαλώ διάρροια
μσν.-αρχ.
1. συνουσιάζομαι με γυναίκα
2. μτφ. μεταβάλλω, αλλάζω, τροποποιώ («πότερον βλαβερὸν ἤ συμφέρον ταῑς πόλεσι τὸ κινεῑν τοὺς πατρίους νόμους», Αριστοτ.)
3. (μεσοπαθ.) εξεγείρομαι, στασιάζω
αρχ.
1. θίγω θέμα, προκαλώ συζήτηση για κάτι
2. αμφισβητώ μια υπόθεση
3. γραμμ. αλλάζω κατάληξη, κλίνομαι («τὰ ρήματα ἐκίνει τὸ τέλος», Απολλ. Δύσκ.)
4. (μτχ. παθ. παρακμ.) κεκινημένος, -ένη, -ον
α) αυτός που κατέχεται από ψυχική ταραχή, ο ταραγμένος («ὡς πρὸ τοῡ κεκινημένου τὸν σώφρονα δεῑ προαιρεῑσθαι φίλον», Πλάτ.)
β) αυτός που ασχολείται με κάτι
5. φρ. α) «κινῶ πᾱν χρῆμα» — χρησιμοποιώ κάθε μέσο
β) «κινῶ τὰ ἀκίνητα» — αναμιγνύομαι σε ιερά πράγματα (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κι-νέF-ω < ki-neu-
το ki- αποτελεί τη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας kei- «θέτω σε κίνηση, βρίσκομαι εν κινήσει» (πρβλ. κί-ω) και το -neu- αποτελεί ριζική επαύξηση (το -u- προ φωνήεντος αντιπροσωπεύεται με -F-). Απαντά και παράλληλος ενεστωτικός τ. κίνυμαι < κίνευμι. Η μακρότητα του -ι- τών τ. κινῶ / κίνυμαι είναι δυσερμήνευτη, γιατί είναι προϊόν συνεσταλμένης βαθμίδας και θα έπρεπε να είναι βραχύ. Για την ερμηνεία αυτής της μακρότητας εικάζεται αναγωγή του θ. κι- τών τ. κινῶ / κίνυμαι σε kiә2- (>κῑ-), πρβλ. ἐκίαθον του κίω.
ΠΑΡ. κίνημα, κίνηση, κινητήρας, κινητής, κινητός, κίνητρο.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανακινώ, διακινώ, εκκινώ, μετακινώ, παρακινώ, συγκινώ, υποκινώ
αρχ.
αντικινώ, αποκινώ, αυτοκινώ. επικινώ. κατακινώ. περικινώ. προανακινώ, προδιακινώ. προκινώ, συμμετακινώ, συμπερικινώ, συνανακινώ, υπανακινώ, υπαποκινώ
νεοελλ.
αργοκινώ, γοργοκινώ, κατασυγκινώ, ξανακινώ, ξεκινώ].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κινώ -οῦς, ἡ [κινέω] Dor. beweging.