ὄσσε

From LSJ
Revision as of 14:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄσσε Medium diacritics: ὄσσε Low diacritics: όσσε Capitals: ΟΣΣΕ
Transliteration A: ósse Transliteration B: osse Transliteration C: osse Beta Code: o)/sse

English (LSJ)

τώ, prop. neut. dual,

   A the two eyes, nom. and acc. freq. in Hom., who however adds the Adj. in the pl., ὄ. φαεινά, αἱματόεντα, Il.13.435, 616 (dual φαεινώ 14.236): and the Verb in the sg., πυρὶ δ' ὄ. δεδήει 12.466 ; ὀξύτατον κεφαλῆς ἒκ δέρκεται ὄ. 23.477 ; ἐν δέ οἱ ὄ. δαίεται Od.6.131 : later gen. pl. ὄσσων Hes.Th.826, A.Pr.400 (lyr.), Supp.Epigr. 3.400.5 (Delph., iii B.C.); dat. ὄσσοις, ὄσσοισι, Hes.Sc.145, 426,430, Sapph.29, A.Pr.144 (lyr.), 679, Ag.469 (lyr.), S.Ant.1231, Ichn.47, etc.; Eust.58.28 cites also dat. ὄσσει, and Hsch. gen. pl. ὀσσέων. (Prob. I.-E. oq[uglide]-ye, cf. ὄσσομαι, ὄψομαι.)

German (Pape)

[Seite 398] τώ, neutr. dual., mit οπ, ὄψομαι, zusammenhangend, die beiden Augen; Hom. nur nom. u. accus.; τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν, Il. 4, 461, u. sehr häufig in dieser Verbindung; πάλιν τρέπεν ὄσσε φαεινώ, 13, 3; ὄσσε λαμπέσθην, 21, 415; aber auch mit dem sing., ὄσσε δεδήει, 12, 466, oft; das adj. steht auch im plur. dabei, ὄσσε φαεινά, αἱματόεντα, 13, 435. 617; Hes. u. Tragg., die auch den gen. ὄσσων u. dat. ὄσσοις haben, Hes. Th. 826 Sc. 145. 426. 430; ἀπ' ὄσσων Aesch. Prom. 398; φοβερὰ δ' ἐμοῖσιν ὄσσοις ὁμίχλη προσῇξε 144, wie Ag. 456; ἣν μήποτ' ἐγὼ προσιδεῖν ὤφελον, ὄσσοις, Soph. Trach. 994, wie Ant. 1216; ὕπνος ἐπ' ὄσσοις κίδναται, Eur. Hec. 916; ἐμοὶ κατ' ὄσσων ὡρμήθη δάκρυ, Med. 906 (ὄσσε nur Aesch. Pers. 1021 Eur. Troad. 1314); so auch sp. D., ὄσσοις Ep. ad. 283 (Plan. 96), ὄσσων, Theocr. 24, 73. – Eust. Il. 58, 27 führt vom sing. auch den dat. ὄσσει an, und die Gramm. nehmen einen zweifachen nom. sing. an, ὁ ὄσσος u. τὸ ὄσσος, wovon Hesych. ὀσσέων bemerkt (vgl. ὄσσομαι).

Greek (Liddell-Scott)

ὄσσε: τώ, οὐδ. δυϊκ., οἱ δύο ὀφθαλμοί, ὀνομ. καὶ αἰτ. συχν. παρ’ Ὁμ., ὅστις ὅμως συνάπτει τὸ ἐπίθ. κατὰ πληθ., ὄσσε φαεινά, αἱματόεντα Ἰλ. Ν. 435, 616· καὶ τὸ ῥῆμα καθ’ ἐν., πυρὶ δ’ ὄσσε δεδῄει Μ. 466· ὀξύτατον κεφαλῆς ἐκδέρκεται ὄσσε Ψ. 477· ἐν δὲ οἱ ὄσσε δαίεται Ὀδ. Ζ. 131· - ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Ἡσ. εὑρίσκομεν γεν. πληθ. ὅσσων, κατὰ τὴν β΄ κλίσ., Ἡσ. Θεογ. 826, Αἰσχύλ. Πρ. 400· καὶ δοτ. ὅσσοις, ὅσσοισι, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 145, 426, 430, Σαπφοῦς Ἀποσπ. 18, Αἰσχύλ. Πρ. 144, 679, Ἀγ. 470, Σοφ. Ἀντ. 1231, κτλ.· ὁ Εὐστ. 58. 28, μνημονεύει καὶ δοτ. ὄσσει, ὁ δὲ Ἡσύχ. καὶ γεν. πληθ., «ὀσσέων· ὀφθαλμῶν», ἀλλ’ οὔτε ὅσσος, τὸ, οὔτε ὅσσος, ὁ, εἶναι ἐν χρήσει Spitzn. Vers. Her. 75. (Ἐντεῦθεν ὄσσομαι, ὄψομαι.)

French (Bailly abrégé)

ὄσσων, ὄσσοις, ὄσσε (τὼ);
les deux yeux : ὄσσε λαμπέσθην, ὄσσε φάανθεν, ou avec le verbe au sg. : ὄσσε δεδήει IL ses yeux brillaient.
Étymologie: p. ὄκjε, de la R. Ὀπ, voir ; cf. ὄσσομαι.

English (Autenrieth)

(root ὀπ, cf. oculus), du.: the (two) eyes, with attributes in du. or pl., and verb in all three numbers.

English (Slater)

ὄσσε (τώ)
   1 eyes τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς (Kaibel: ἀκτ. προσώπων, ἀκτ. ὄσσων codd. Athenaei) fr. 123. 2.

Greek Monotonic

ὄσσε: τώ, ουδ. δυϊκ., τα δύο μάτια, ονομ. και αιτ. στον πληθ. με επίθ., ὄσσε φαεινὰ αἱματόεντα, σε Ομήρ. Ιλ.· στον ενικ. με ρήμα, πυρὶ δ' ὄσσε δεδήει, στον ίδ.· γεν. πληθ. ὄσσων, σε Ησίοδ., Αισχύλ.· και δοτ. ὄσσοις, ὄσσοισι, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ὄσσε: τώ (gen. ὄσσων, dat. ὄσσοις и ὄσσοισι(ν), acc. ὄσσε) очи, глаза: ὄσσε φαεινώ (dual.) и φαεινά (pl. n) Hom. сверкающие очи; ὄσσε λαμπέσθην (dual.), δεδήει (sing.) и φάανθεν (pl.) Hom. глаза (его) горели.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n. pl.
Meaning: du. both eyes (Il.; cf. Treu Von Homer zur Lyrik 69 f.).
Compounds: As 2. member in τρι-οττ-ίς f. pendant provided with three eyes (eye-like ornaments) (cf. τρίγλημα ἕρματα) with the dimin. -ιον (Hdn. Gr., Eust.); also -ης m. (Phot., EM).
Origin: IE [Indo-European] [775] *h₃ekʷ- see
Etymology: Inherited dual, < *ok(ʷ)i̯e < *h₃ekʷih₁, identical with OCS oč-i 'both eyes', Arm. ač̣-k` pl. eyes (Brugmann-Thumb 271, Schwyzer 565) S. Forssman MSS 25 (1969) 39f. -- Further s. ὄμμα, ὄπωπα, ὄσσομαι.

Middle Liddell


the two eyes, nom. and acc. with adj. in the pl., ὄσσε φαεινά, αἱματόεντα Il.; with Verb in sg., πυρὶ δ' ὄσσε δεδῄει Il.; a gen. pl. ὄσσων Hes., Aesch.; dat. ὄσσοις, ὄσσοισι Hes.