ἀρσενοπληθής
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
rempli de mâles ou d’hommes.
Étymologie: ἄρρην, πλῆθος.
Spanish (DGE)
-ές
lleno, compuesto de varones ἀρσενοπληθῆ δ' ἑσμὸν ὑβριστὴν Αἰγυπτογενῆ A.Supp.29.
Russian (Dvoretsky)
ἀρσενοπληθής: полный мужчин, т. е. состоящий из мужчин (ἑσμός Aesch.).