διατυπώνω

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507

Greek Monolingual

(AM διατυπῶ, -όω)
δίνω τύπο (μορφὴ) σε σκέψη, ιδέα κ.λπ., διαμορφώνω
μσν.
1. σημαίνω, δείχνω, εννοώ («καθὼς ἂν αὐτοὶ διατυπώσητε»)
2. κανονίζω, προετοιμάζω
3. συμβολίζω («οἱ δέκα ἀπόστολοι... τὴν ἀόρατον διετύπουν... δεκάδα»)
μσν.-αρχ.
1. σκέφτομαι, φαντάζομαι, σχηματίζω στο μυαλό μου
2. παριστώ, εικονίζω («ἐπὶ τοῡ ἱεροῡ καλουμένου πυλῶνος διατετύπωται παιδίον μετὰ γενέσεως σύμβολον»)
3. θεσπίζω, ρυθμίζω, καθορίζω («ἡμέραν δ' ευχῶν ἡγεῑσθαι... διετύπου»)
4. παθ. είμαι κανονισμένος με συμφωνία
αρχ.
1. δίνω δουλειά, προσλαμβάνω κάποιον
2. δείχνω, παρουσιάζω
3. (για σφραγίδες) είμαι χαραγμένος.