άχυρο

From LSJ
Revision as of 20:50, 22 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source

Greek Monolingual

και άχερο, το (AM ἄχυρον)
(κυρ. στον πληθ.) τα άχυρα
τα κομμάτια της καλάμης που μένουν μετά το αλώνισμα των σιτηρών και τον αποχωρισμό του καρπού
νεοελλ.
μτφ.
1. ανούσιο πράγμα
2. κίτρινο ή ξανθό χρώμα
3. φρ. «γυρεύω ψύλλους στ' άχυρα» — λεπτολογώ μάταια
αρχ.
φρ.
1. «ἄχυρα ἀπὸ τοῡ τοίχου ἀποσπῶ» — για ετοιμοθάνατους
2. «ἄχυρα τῶν ἀστῶν» — οι μέτοικοι
3. «ὄνος εἰς ἄχυρα» — αυτός που απολαμβάνει κάτι αν και δεν το αξίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μορφολογική και σημασιολογική συγγένεια του τ. άχυρον με τη λ. άχνη οδηγούν σε θέμα -r / n, ενώ πιθανή θεωρείται η σύνδεση του άχυρον και με το άχωρ. Το νεοελλ. άχερο είναι μεταπλασμένος τ. του άχυρο(ν) με τροπή του άτονου ι σε e πριν από υγρό (πρβλ. αγκυλώνω-αγκελώνω, μάγειρας-μάγερας, μυρσίνη-μερσίνη, μυρμήγκι-μερμήγκι κ.ά.). Στην αρχαιότητα ο όρος απαντά κυρίως στον πληθ. άχυρα και δηλώνει «τον σανό, το πίτουρο, τον φλοιό των σιτηρών, προϊόν μετά το αλώνισμα ή το άλεσμα». Βλ. και λ. ακ-.
ΠΑΡ. αχύρινος, αχυρώδης, αχυρώνας (-ών)
αρχ.
αχυρός
αρχ.-μσν.
αχυρμιά
νεοελλ.
αχυρένιος.
ΣΥΝΘ. αχυροφάγος αρχ. αχυροδόκη
μσν.
αχυροθήκη
νεοελλ.
αχυραποθήκη και αχεραποθήκη, αχερόσπιτο, αχυροκόπι και αχεροκόπι, αχυροτόμος, αχυρόχαρτο, αχυρόχρους].