εμφυσώ

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

(-άω) (AM ἐμφυσῶ)
1. φυσώ πάνω ή μέσα σε κάποιον, επιπνέω («τοῡτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῑς
λάβετε Πνεῡμα Ἅγιον», ΚΔ. Ιω.)
2. εμπνέω σε κάποιον συναισθήματα ή ιδέες
αρχ.
1. φυσώ μέσα («αὐλητρὶς ἐνεφύσησεν», Αριστοφ.)
2. φουσκώνω, διογκώνω
3. μτφ. μέσ. επαίρομαι, κομπάζω, φουσκώνω.