κοιτώνας

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source

Greek Monolingual

ο (AM κοιτών, -ῶνος)
υπνοδωμάτιο, κρεβατοκάμαρα
αρχ.
1. τάφος
2. δωμάτιο στο οποίο διέμεναν τα παιδιά με τις τροφούς, παιδοτροφείο
3. θησαυροφυλάκιο
4. αποβάθρα
5. φρ. α) «ὁ ἐπί (τοῡ) κοιτῶνος» ή «ὁ περὶ τὸν κοιτῶνα» — ο θαλαμηπόλος
β) «ἐν κοιτῶνι ἐστί» — είναι παιδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοίτη + επίθημα -ών / ῶνος, χαρακτηριστικό ονομάτων που δηλώνουν τόπο (πρβλ. γυναικ-ών, ιππ-ών)].