αἰτέω
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
English (LSJ)
(Aeol. αἴτημι Pi.Fr.155, Theoc.28.5), Ion. impf.
A αἴτεον Hdt.: fut. αἰτήσω: aor. ᾔτησα: pf. ᾔτηκα 1 Ep.Jo.5.15: plpf. ᾐτήκει Arr.An.6.15.5: pf. Pass. ᾔτημαι, etc.:—ask, beg, abs., Od.18.49, A.Supp.341. 2 mostly c. acc. rei, ask for, demand, Il.5.358, Od.17.365, etc.; ὁδὸν αἰ. ask leave to depart, Od.10.17; αἰ. τινί τι to ask something for one, 20.74, Hdt.5.17: c. acc. pers. et rei, ask a person for a thing, Il.22.295, Od.2.387, Hdt.3.1, etc.; δίκας αἰ. τινὰ φόνου to demand satisfaction from one for... Hdt.8.114; αἰ. τι πρός τινος Thgn.556; παρά τινος X.An.1.3.16; τὰ αἰτήματα ἃ τήκαμεν παρ' αὐτοῦ 1 Ep.Jo.5.15. 3 c. acc. pers. et inf., ask one to do, Od.3.173, S.OC1334, Ant.65, etc.; αἰ. παρά τινος δοῦναι Pl.Erx. 398e. 4 c. acc. only, beg of, D.L.6.49. 5 in Logic, postulate, assume, Arist.APr.41b9 (Pass.), Top.163a6, etc. II Med., ask for one's own use, claim, Λύσανδρον ἄρχοντα Lys.12.59; freq. almost = the Act., and with the same construct., first in Hdt.1.90 (παρ-), 9.34, A.Pr.822, etc.; αἰτεῖσθαί τινα ὅπως . . Antiphol.12 codd.; πάλαισμα μἠποτε λῦσαι θεὸν αἰτοῦμαι S.OT880; freq. abs. in part., αἰτουμένῳ μοι δός A.Ch.480, cf. 2, Th.260, S.Ph.63; αἰτουμένη που τεύξεται Id.Ant.778; αἰτησάμενος ἐχρήσατο Lys.19.27; οὐ πῦρ γὰρ αἰτῶν, οὐδὲ λοπάδ' αἰτούμενος Men.476; αἰτεῖσθαι ὑπέρ τινος to beg for one, Lys. 14.22. III Pass., of persons, have a thing begged of one, αἰτηθέντες χρήματα Hdt.8.111, cf. Th.2.97, etc.; αἰτεύμενος Theoc.14.63: c. inf., to be asked to do a thing, Pi.I.8(7).5. 2 of things, to be asked, τὸ αἰτεόμενον Hdt.8.112; ἵπποι ᾐτημένοι borrowed horses, Lys. 24.12.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτέω: πρβλ. αἴτημι: Ἰων., παρατ. αἴτεον, Ἡρόδ.: μέλλ. αἰτήσω: ἀόρ. ᾔτησα: πρκμ. ᾔτηκα, Ἀριστείδ., πρκμ. παθητ. ᾔτημαι, κτλ. 1) ἐπαιτῶ, ἀπαιτῶ, ἀπολ. ἐν Ὀδ. Σ. 49, Αἰσχύλ. Ἱκ. 340. 2) μάλιστα μετ’ αἰτ. πράγματος, ζητῶ τι, ποθῶ, ἀπαιτῶ, Ἰλ. Ε. 358, Ὀδ. Ρ. 365. Ἀττ., ὁδὸν αἰτ., παρακαλῶ ν’ ἀπέλθω (δηλ. αἰτῶ ἄδειαν νά...), Ὀδ. Κ. 17· αἰτ. τινί τι, ζητῶ τι διά τινα, Υ. 74, Ἡρόδ. 5. 17: ― μετ’ αἰτ. προσώπ. καὶ πράγμ., ζητῶ τι παρά τινος, Ἰλ. Χ. 295, Ὀδ. Β. 387, Ἡρόδ. 3. 1, καὶ ἀλλ., καὶ συχν. παρ’ Ἀττ. δίκας αἰτ. τινὰ φόνου, ἀπαιτῶ παρά τινος ἱκανοποίησιν διὰ φόνον, Ἡρόδ. 8. 114. Ὡσαύτως αἰτ. τι πρός τινος, Θέογν. 556· παρά τινος, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 16. 3) μετ’ αἰτιατ. προσώπ. καὶ ἀπαρ. ζητῶ τινα νὰ κάμῃ τι, Ὀδ. Γ. 173, Σοφ. Ο. Κ. 13349, Ἀντ. 65, κτλ.· ὡσαύτως αἰτ. παρά τινος δοῦναι, Πλάτ. Ἐρυξ. 398Ε. 4) ἐν τῇ λογικῇ, λαμβάνω τι ὡς δεδομένον, Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 1, 24. 2. Τοπ. 8. 13, 2, κτλ. ΙΙ. Μέσ. ζητῶ τι δι’ ἐμαυτόν, πρὸς ἰδίαν μου χρῆσιν ἢ σκοπόν, ἀπαιτῶ, Αἰσχύλ. Χο. 480· συχνάκις εἶναι σχεδὸν = τῷ ἐνεργ. καὶ μετὰ τῆς αὐτῆς συντάξεως, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 1. 90., 9. 34, Αἰσχύλ. Πρ. 822, κτλ. αἰτεῖσθαί τινα ὅπως..., Ἀντιφῶν 112, 41· συχν. ἀπολύτ. κατὰ μετοχήν, αἰτουμένῳ μοι δός, Αἰσχύλ. Χο. 480. πρβλ. 2, Θήβ. 260, Σοφ. Φ. 63· αἰτουμένη που τεύξεται, ὁ αὐτ. Ἀντ. 778· αἰτησάμενος ἐχρήσατο, Λυσ. 154, 24· οὐ πῦρ γὰρ αἰτῶν, οὐδὲ λοπάδ’ αἰτούμενος, Μένανδ. ἐν «Ὑμνίδι» 5· αἰτεῖσθαι ὑπέρ τινος, ζητῶ διά τινα, Λυσ. 141, 35. ΙΙΙ. παθ. ἐπὶ προσώπων, αἰτεῖσθαι ὑπὸ ἄλλου, αἰτηθείς τι, Ἡρόδ. 8. 111, Θουκ. 2. 97· αἰτεύμενος, Θεόκρ. 14. 63: ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι μοῖσαν, παρακαλοῦμαι νά… κτλ., Πινδ. Ι. 8 (7), 10. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ζητοῦμαι, τὸ αἰτεόμενον, Ἡρόδ. 8. 112· ἵπποι ᾐτημένοι, δεδανεισμένοι, Λυσ. 169, 17.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ᾔτουν, f. αἰτήσω, ao. ᾔτησα, pf. ᾔτηκα;
Pass. f. αἰτηθήσομαι, ao. ᾐτήθην, pf. ᾔτημαι;
demander : τι qch ; τινά τι, τι παρά τινος XÉN qch à qqn ; τινί τι HDT qch pour qqn ; τινα ποιεῖν OD à qqn de faire ; Pass. αἰτούμενός τι à qui l’on demande qch;
Moy. αἰτέομαι-οῦμαι (f. αἰτήσομαι, ao. ᾐτησάμην) demander pour soi : τι qch ; τι παρά τινος qch à qqn ; αἰτουμένῳ μοι δός ESCHL accorde cela à ma prière.
Étymologie: cf. αἴνυμαι.
English (Autenrieth)
fut. -ήσω, aor. part. -ήσᾶσα: ask, demand, beg, sue for; abs., of a mendicant, Od. 18.49; freq. τινά τι, w. inf. Il. 6.176, acc. and inf. (ᾐτέομεν δὲ θεὸν φῆναι τέρας), Od. 3.173.
English (Slater)
αἰτέω, αἴτημι (αἴτημι, αἰτέω, -εῖς; -έων: impf. αἴτει, αἴτεον: fut. αἰτήσων: pass. αἰτέομαι)
a ask, ask a question of c. dupl. acc., τί ἔρδων φίλος σοί εἴην, τοῦτ' αἴτημί σε fr. 155. 3.
b ask for Διὸς αἴτει πανδόκῳ ἄλσει σκιαρόν τε φύτευμα (O. 3.17) ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν αἰτέων λαοτρόφον τιμάν τιν ἑᾷ κεφαλᾷ (O. 6.60) θεῶν δ ὄπιν ἄφθονον αἰτέω, λτ;γτ;έναρκες, ὑμετέραις τύχαις (P. 8.72) “ἔσσεταί τοι παῖς ὅν αἰτεῖς, ὦ Τελαμών” (I. 6.52) (Ἀνταίου κούραν)· τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι asked in marriage (P. 9.107)
c ask c. inf., ἔρχομαι αἰτήσων (sc. Δία) πόλιν εὐανορίαισι τάνδε κλυταῖς δαιδάλλειν (O. 5.20) μοῖραν δ εὔνομον αἰτέω σε παισὶν δαρὸν Αἰτναίων ὀπάζειν, Ζεῦ πᾶτερ (N. 9.30) τῶ καὶ ἐγώ, καίπερ ἀχνύμενος θυμόν, αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν (pass.: Σ, Wil. contra med. interp.) (I. 8.5)
d ask foll. by impv., αἰτέω σε, ἵλαος δέξαι στεφάνωμα τόδ (P. 12.1)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): αἴτημι Pi.Fr.155.3, Theoc.28.5
• Morfología: [jón. impf. αἴτεον Hdt.6.113, pres. opt. 3a plu. αἰτοίησαν PCair.Zen.15ue.5 (III a.C.), át. perf. εἴτηκεν IG 22.682.94 (III a.C.)]
A act. y med. mismo sent.
I 1pedir
a) c. ac. ἵππους Il.5.358, cf. 13.365, Od.10.17, ἀγαθά E.Hel.754, πῶς οὐχὶ πάλαι χορὸν αἰτοίη καθ' ἑαυτόν cómo, desde hace tiempo, no ha pedido un coro en su propio nombre Ar.Eq.513, ἀργύριον Ar.Pl.156, 158, ἔδοσαν ἃ ᾔτουν X.HG 5.4.11, πλῆθος αἰ. χρημάτων Plb.9.11.3, βασιλεὺς ... διὰ ... τῶν πρεσβευτῶν ᾔτει τ[ὴν π] άτριον ἡμῶν χώραν SIG 656.9 (Abdera II a.C.), ἰχθύν Eu.Matt.7.10, ἔρανον Luc.Tim.45, ποτόν Nonn.D.41.221
•v. med. mismo sent., A.Pr.822, Pers.220, δόσιν Hdt.1.90, βοήθειαν Plb.28.15.1
•en v. pas. serle a uno pedido algo αἰτηθέντες χρήματα Hdt.8.111, cf. Th.2.97, ἓν αἰτηθεὶς πολλὰ δίδως Pl.Tht.146d, ἵπποι αἰτεόμενοι Lys.24.12;
b) c. dos ac. ᾔτεέ μιν δόρυ Il.22.295, cf. Od.2.387, Hes.Op.408, Archil.154.4, τοῦτ' αἴτημί σε Pi.Fr.155.3, θεοὺς ... τῶνδ' ἀπαλλαγὴν πόνων A.A.1, σ' αἰτῶ βραχύ Ar.Eq.1255, δώσεις μοι τὸ ἄν σε αἰτήσω; Hdt.9.109, Θηβαίους χρήματα Th.1.27, cf. 8.44, 85, σε φαρέτρην Call.Dian.9, αἰτήσω αὐτὸν τὰ ἐκφόρια POxy.2680.13 (II/III d.C.), cf. PFay.109.12, Eu.Marc.6.23
•γλάγος Βάκχην Nonn.D.45.298, αἴτησόν με ὃ θέλεις D.L.6.38
•esp. c. δίκην, δίκας pedir justicia αἰ. δίκας τινα φόνου Hdt.8.114, πατρὸς φόνιον αἰτήσει δίκην ... Φοῖβον E.Andr.1002, cf. 1107, οὔτε αὐτοὶ δίκας πω ᾔτησαν οὔτε ἡμῶν διδόντων δέχονται Th.1.140, pas. αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν se me pide invocar a la dorada Musa (aunque tb. puede ser trad. como v. med. mismo sent. pido) Pi.I.8.5a;
c) c. ac. y dat. κούρῃς αἰτήσουσα τέλος ... γάμοιο Od.20.74, αἰτήσοντες γῆν τε καὶ ὕδωρ Δαρείῳ βασιλέϊ Hdt.5.17;
d) c. ac. y gen. ἡμίεκτον αἰτεῖ τοῦ φάλεω pedía medio sextario por el (servicio) del falo (dud.), Hippon.34
•sólo c. gen. por atracción del rel. περὶ τῆς δωρεᾶς ἧς εἴτηκεν IG 22.682.94 (III a.C.), περὶ δὲ Ἰόππης καὶ Γαζαρων ὧν αἰτεῖς en relación con Jopa y Gazar, ciudades que reclamas LXX 1Ma.15.35
•c. prep. y gen. πρός τε θεῶν αἰτεῖν ἔκλυσιν Thgn.556, αἰτεῖν ἐλεημοσύνην παρὰ τῶν εἰσπορευομένων Act.Ap.3.2, cf. X.An.1.3.16, LXX 2Es.23.6, 1Ep.Io.5.15, λόγον αἰτεῖν περί του pedir explicación, información de algo, Pl.Plt.285e, cf. 1Ep.Petr.3.15, κατ' αὐτοῦ contra él, Act.Ap.25.3
•v. med. mismo sent. ὑγιείην ... παρὰ θεῶν αἰτέονται ἄνθρωποι Democr.B 234.
2 c. or. de inf. pedir, rogar ᾐτέομεν θεὸν φῆναι τέρας Od.3.173, πόλιν εὐανορίαισι τάνδε ... δαιδάλλειν Pi.O.5.20, αἰτέω σε ... δέξαι στεφάνωμα Pi.P.12.1, cf. S.OC 1334, Ant.65, τούτων αἰτεῖ ξύμβολα κρᾶναι A.A.144, cf. Fr.273a.9, αἰ. σε δοῦναι μοι X.Cyr.5.5.21, cf. 8.7.3, αἰτῶν λαβεῖν τι σμικρὸν ἀργυρίδιον Ar.Pl.240, abs. αἴσχιον ἦν αἰτηθέντα μὴ δοῦναι ἢ αἰτήσαντα μὴ τυχεῖν Th.2.97
•c. ἵνα: αἰτεῖ ... ἵνα οἱ διὰ σεῖο παρείη ... ruega que le sea concedido, AP 6.80 (Agath.), en v. pas., Theoc.14.63
•v. med. mismo sent. πάλαισμα μήποτε λῦσαι θεὸν αἰτεῖσθαι S.OT 880, αἰτοῦμαι δ' ὑμᾶς δοῦναι X.Cyr.8.7.3, cf. Eq.Mag.1.1, Smp.4.47, 8.15, αἰτήσασθαι δοῦναι ἐμοὶ ἀποσῶσαι ὑμᾶς εἰς τὴν Ἑλλάδα X.An.2.3.18.
3 αἰτεῖν ὁδόν pedir permiso para seguir el viaje, Od.10.17, Βοιωτοὺς δίοδον αἰτούμεθα pedimos paso a los beocios Ar.Au.189.
II ac. de pers.
1 pedir, preguntar μ' ᾔτεε δεύτερον αὖτις· «Δός μοι ...» Od.9.354, αἰτεῖν τὸν ἀντιγρα(φέα) τίν' αὐταῖς καθήκει preguntar al inspector del fisco, qué les corresponde, UPZ 20.77 (II a.C.), τὸ δ' εὔχεσθαι (ἐστιν) αἰτεῖν τοὺς θεούς Pl.Euthphr.14c
•en v. pas. ser requerido c. εἰς y ac. αἰτούμενος ὑπὸ σοῦ ... εἰς τὸ προστῆναι PWisc.85.2 (III d.C.).
2 c. ac. fem. pedir en matrimonio τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι Pi.P.9.107, τᾶς πυλᾶς τōν αἰτιόντον ὄτιμί κα λε͂ι ὀπυίεθαι que se case con quien quiera que la pida de los de la tribu, ICr.4.72.7.51, cf. 8.6 (Gortina V a.C.).
3 pedir remuneración o dinero, mendigar, pedir αἰτήσων ἐνδέξια φῶτα ἕκαστον Od.17.365, ἔπειτ' ἴσως ᾔτει σ' ἂν εἰς ὑποδήματα y después a lo mejor te pide si tienes para zapatos Ar.Pl.1012, cf. D.L.6.49, abs. Od.18.49, A.Supp.341, αἰτεῖ καὶ ἀγανακτεῖ μὴ λαβών Luc.Pisc.35.
4 c. nombre de cargo proponer ὥστε παρ' ὑμῶν στρατηγὸν αἰτεῖν D.23.120
•v. med. c. ac. de pers. y de cargo Λύσανδρον ἄρχοντα ᾐτήσατο Lys.12.59.
III téc.
1 lóg. τὸ ἐξ ἀρχῆς, τὸ ἐν ἀρχῇ αἰτεῖν postular como premisa la cuestión inicial, incurrir en la petitio principii e.d. usar la conclusión como una de las premisas de las que debe ser deducida Arist.Metaph.1006a21, en v. med. τὸ ἐξ ἀρχῆς αἰτεῖσθαι Arist.APr.41b9, τὸ ἐν ἀρχῇ αἰτεῖσθαι Arist.Metaph.1006a17, Arist.APr.64b28.
2 geom. postular v. pas. ᾐτήσθω ἀπὸ παντὸς σημείου ἐπὶ πᾶν σημεῖον εὐθεῖαν γραμμὴν ἀγαγεῖν Euc.1Post.1, v. med. mismo sent. αἰτούμεθα τὰ ἴσα βάρεα ἀπὸ ἴσων μακέων μὴ ἰσορροπεῖν Archim.Aequil.1.1.
B usos esp. v. med.
1 pedir para sí, reclamar, suplicar σωτὴρ γενοῦ μοι ... αἰτουμένῳ A.Ch.2, cf. Ar.Ra.699, αἰτούμεθα ὑμᾶς, θεοὺς ... ἐπιβοώμενοι, πεῖσαι τάδε Th.3.59.
2 pedir prestado τὰ ἐκ τῶν ἐγγὺς πόλεων ... αἰτησάμενοι Th.6.46, cf. And.4.29, Lys.19.27, οὐ πῦρ γὰρ αἰτῶν οὐδὲ λοπάδ' αἰτούμενος Men.Fr.365.
3 interceder ὑπὲρ Ἀλκιβιάδου Lys.14.22.
• Etimología: Denom. de *αἶτος (cf. ἔξαιτος), deriv. a su vez de la raíz de αἴνυμαι q.u.
English (Abbott-Smith)
αἰτέω, -ῶ, [in LXX chiefly for שׁאל ;]
to ask, request: absol., Mt 7:7, Ja 1:6; c. acc. pers., Mt 5:42, Lk 6:30; c. acc. rei, seq. ἀπό, Mt 20:20, I Jo 5:15; id. seq. παρά, Ac 3:2, Ja 1:5; c. dupl. acc. Mt 7:9, Mk 6:22, Jo 16:23. Mid. (on the distinction bet. mid. and act., v. M, Pr., 160): absol., Mk 15:8, Jo 16:26, Ja 4:3; c. acc. rei, Mt 14:7, Mk 6:24, al.; c. acc. pers., Mt 27:20, Lk 23:25; c. acc.SYN.: ἐρωτάω, q.v., πυνθάνομαι. On the proper distinction between these words, v. Tr., Syn., § xl, Thayer, s.v. αἰ. In late Gk., however, αἰ. and ἐ. seem to have become practically synonymous (cf. Ac 3:2,3; v. Field, Notes, 101 f.; M, Th., I, 4:1; M, Pr., 66n; MM, VGT, s.v.).
English (Strong)
of uncertain derivation; to ask (in genitive case): ask, beg, call for, crave, desire, require. Compare πυνθάνομαι.
English (Thayer)
(ῶ; future αἰτήσω; 1st aorist ᾔτησα; perfect ή᾿τηκα; middle, present αἰτοῦμαι; imperfect ἠτούμην future αἰτήσομαι; 1st aorist ᾐτησάμην; (from Homer down); to ask; middle to ask for oneself, request for oneself; absolutely: αἰτεῖσθαι τί, αἰτεῖν with the accusative of the person to whom the request is made: αἰτεῖσθαι with the accusative of the person asked for — whether to be released, T WH Tr marginal reading παραιτέω, which see); αἰτεῖν τί ἀπό τίνος, L Tr text WH text; (Tr WH); L T Tr WH; (so αἰτεῖσθαι in Plutarch, Galb. 20) (cf. Buttmann, 149 (130)); τί παρά τίνος, R G T Tr marginal reading WH marginal reading; R G; followed by the infinitive, αἰτεῖν τί ἐν τῷ ὀνόματι Χριστοῦ, ὄνομα, 2e.); τί ἐν τῇ προσευχή, αἰτεῖν τινα τί, T but L WH Tr marginal reading brackets); ὑπέρ τίνος followed by ἵνα, Buttmann, 237 (204)); αἰτεῖσθαι with the accusative and the infinitive, ᾐτήσατο εὑρεῖν asked that he himself might find; others wrongly translate ᾐτήσατο desired); demanding prominent: αἰτεῖν τί, τινα τί, Trench, § xl., and others) that it is not the constant word for the seeking of the inferior from the superior, and so differing from ἐρωτάω, which has been assumed to imply 'a certain equality or familiarity between the parties'; that the distinction between the words does not turn upon the relative dignity of the person asking and the person asked; but that αἰτέω signifies to ask for something to be given not done giving prominence to the thing asked for rather than the person and hence is rarely used in exhortation. ἐρωτάω, on the other hand, is to request a person to do (rarely to give) something; referring more directly to the person, it is naturally used in exhortation, etc. The views of Trench are also rejected by Cremer, 4te Aufl. under the word The latter distinguishes αἰτέω from similar words as follows: "αἰτέω denotes the request of the will, ἐπιθυμέω that of the sensibilities, δέομαι the asking of need, while ἐρωτάω marks the form of the request, as does εὔχεσθαι also, which in classic Greek is the proper expression for a request directed to the gods and embodying itself in prayer." ἐρωτάω, αἰτέω and δέομαι are also compared briefy by Green, Critical Notes, etc. (on ἐρωτάω "it cannot serve to indicate directly any peculiar position, absolute or relative, of the agent. The use of the word may, therefore, be viewed as having relation to the manner and cast of the request, namely, when carrying a certain freedom of aim and bearing; a thing inseparable from the act of direct interrogation"; cf. further Schmidt, chapter 7. Compare: ἀπαιτέω, ἐξαιτέω, ἐπαιτέω, παραιτέω (παραιτοῦμαι), προσαιτέω.)
Greek Monotonic
αἰτέω: Ιων. παρατ. αἴτεον· μέλ. αἰτήσω, αόρ. αʹ ᾔτησα, παρακ. ᾔτηκα, Παθ. παρακ. ᾔτημαι, ζητώ,
I. 1. επαιτώ, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
2. με αιτ. πράγμ., ζητώ κάτι, ποθώ, ζητώ επίμονα, απαιτώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὁδὸν αἰτῶ, παρακαλώ να αποχωρήσω, δηλ. ζητώ την άδεια να απέλθω, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. προσ. και πράγμ., ζητώ από κάποιον κάτι, σε Όμηρ. κ.λπ.· δίκας αἰτῶ τινα φόνου, απαιτώ από κάποιον ικανοποίηση για φόνο που έχει διαπράξει, σε Ηρόδ.
3. με αιτ. προσ. και απαρ., ζητώ σε κάποιον να κάνει κάτι, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
II. Μέσ., ζητώ κάτι για τον εαυτό μου, για προσωπική μου χρήση ή σκοπό, αξιώνω, διεκδικώ, σε Αισχύλ. κ.λπ.· συχνά όμως χρησιμ. ακριβώς όπως ο Ενεργ. τύπος.
III. Παθ. λέγεται,
1. για πρόσωπα, μου ζητείται από κάποιον κάτι, παρακαλούμαι, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. για πράγματα, ζητούμαι· τὸαἰτεόμενον, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
αἰτέω: (impf. ᾔτουν - эп. ᾔτεον, ион. αἴτεον, aor. ᾔτησα; pass.: aor. ᾐτήθην, pf. ᾔτημαι)
1) тж. med. просить, требовать, добиваться (αἰ. τινά τι Hom., Her., Aesch., Thuc., Xen., τι παρά τινος Xen., Plat. и τι ἔκ τινος Theocr.): ὁδὸν αἰ. Hom. просить разрешения уйти; αἰ. τινα ξόγγνοιαν ἴσχειν Soph. просить кого-л. о снисхождении; ταύτην μνηστῆρες ᾔτουν Ἑλλάδος πρῶτοι χθονός Eur. женихи греческой земли к ней сватались первые; ἓν αἰτηθείς, πολλὰ δίδως Plat. спрошенный об одном, ты предлагаешь многое; αίτεῖσθαι ὑπέρ τινος Lys. просить за кого-л.;
2) med. просить (брать, получать) взаймы: αἰτησάμενος ἐχρήσατο (χαλκώμασι) Lys. он пользовался медной посудой, которую взял взаймы; ἵπποι ᾐτημένοι Lys. взятые напрокат лошади;
3) филос. выставлять логическое требование, постулировать Arst., Sext.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: ask, beg (Il.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: A denominative of *αἶτος, s. αἴνυμαι, αἶσα and αἴτιος.
Middle Liddell
I. to ask, beg, Od., etc.
2. c. acc. rei, to ask for, crave, demand, Hom., etc.; ὁδὸν αἰτ. to beg one's departure, i. e. ask leave to depart, Od.:—c. acc. pers. et rei, to ask a person for a thing, Hom., etc.; δίκας αἰτ. τινὰ φόνου to demand satisfaction from one for murder, Hdt.
3. c. acc. pers. et inf. to ask one to do, Od., etc.
II. Mid. to ask for oneself, to claim, Aesch., etc.:—but often used just like Act.
III. Pass.:
1. of persons, to have a thing begged of one, Hdt., Thuc.
2. of things, to be asked, τὸ αἰτεόμενον Hdt., etc.