στία

From LSJ
Revision as of 07:35, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στία Medium diacritics: στία Low diacritics: στία Capitals: ΣΤΙΑ
Transliteration A: stía Transliteration B: stia Transliteration C: stia Beta Code: sti/a

English (LSJ)

[ῑ], ἡ,

   A small stone, pebble, ἐσχάρη . . στιάων an altar made of pebbles, A.R.2.1172 (Sicyonian acc. to Sch.): also στῖον, τό, Hp. ap. Gal.19.140. [ῑ: written στηά and στηάς in Hsch., who adds the senses στενοχωρία and λιθοκονία: pl. στεῖαι acc. to Sch.Cyrill.in Reitzenstein Ind.Lect.Rost.1890/91.8: perh. cogn. with στέαρ.]

German (Pape)

[Seite 942] ἡ, wie ψῆφος, Steinchen, bes. in Flüssen, Kiesel, Schol. Ap. Rh. 2, 1176, auch στῖον, VLL. (s. πολύστιος). Die Unkenntniß der Länge des ι machte, daß Sp. στεία, στεῖον schrieben. Es ist vielleicht nur mundartlich von ψιά verschieden.

Greek (Liddell-Scott)

στία: ἡ, ὡς τὸ ψῆφος, μικρὸς λίθος, ψηφίς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1176 (ἔνθα ἴδε Σχολ.)· ὡσαύτως στῖον, τὸ, Ἱππ. παρὰ Γαλην., Ἡσύχ.· πρβλ. στιάζω. στιώδης. (Ὁ Κούρτ. παραβάλλει τὸ Γοτθ. stains, Ἀγγλ. stone, λίθος, κτλ.). [ῑ· μεταγενέστεροι δὲ συγγραφεῖς ἀγνοοῦντες τοῦτο ἔγραψαν στεία, στεῖον].

Greek Monolingual

ἡ, Α
μικρός λίθος, λιθαράκι, ψηφίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα stāi- / stī- «συμπυκνώνω, στερεώνω, σκληραίνω» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. styāyate «στερεώνομαι, σκληραίνω» και με το επίθ. styāna- «στερεωμένος», πιθ. με γοτθ. stains, αρχ. άνω γερμ. stein και αρχ. σλαβ. stĕna «πέτρα, λίθος». Στην ίδια ρίζα με μακρό φωνηεντισμό ανάγεται και η λ. στέαρ (< στᾱy-αρ)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f. (A. R. 2, 1172),
Meaning: small stone, pebble (A. R. 2, 1172).
Other forms: στῖον n. (Hp. ap. Gal. 19, 140).
Compounds: πολύ-στιος rich of pebbles (Call., Nic.).
Derivatives: στιώδης pebblish, stone-hard (Gal.), στιάζει λίθοις βάλλει H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Without direct agreement outside Greek. Formally agrees with this Skt. stíyāḥ pl. either standing waters, the tertium comparationis would be curdled, fest, stiff in Skt. sty-āna- (pres. styāyate). Diff. Johansson BB 18, 50 n. 1 (agreeing Kretschmer KZ 34, 8): from *stī-s-; not better(?). As full grade to this is counted στέαρ (standing) fatt from *στῆι-αρ, PGr. *σται̯-αρ; so we can also connect the Germ. word for stone, Goth. stains m. etc. (PGm. *stai-na- < *steh₂ino-?) as well as a Slav. word for stone, (rock)wall in OCS stěna, Russ. stená f. etc. But how to derive the Greek word? WP. 2, 610 f., Pok. 1010f., Vasmer s. v. with further forms a. rich lit. S. also on στίλη and στέαρ.