ἀθάρη

From LSJ
Revision as of 12:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθάρη Medium diacritics: ἀθάρη Low diacritics: αθάρη Capitals: ΑΘΑΡΗ
Transliteration A: athárē Transliteration B: atharē Transliteration C: athari Beta Code: a)qa/rh

English (LSJ)

(not ἀθάρα, Moer.184, cf Hdn.Gr.1.340), ἡ,

   A gruel or porridge, Ar.Pl.673, Pherecr.108.3, Crates9, Nicoph.15, Anaxandr.41.42. [ᾰθᾰρη ll.cc.: cf. ἀθήρα.]

German (Pape)

[Seite 45] ἡ, Weizenmehlbrei, Ar. Plut. 683 und a. com., neben ἔτνος Crates B. A. 3521 nach B. A. 10 πυρῶν ἡψημένων καὶ διακεχυμένων; äolisch ἀθήρη. Nach Plin. H. N. 22, 25 ägyptisch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθάρη: (οὐχὶ ἀθάρα, Piers. Μοῖρ. 184), ἡ, χονδροαλεσμένος σῖτος, ζωμὸς (πηκτὸς) ἐξ αὐτοῦ. Ἑλλάνικ. 179, Ἀριστοφ. Πλ. 673. Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι», 1. 3. Κράτης ἐν «Ἥρωσιν», 2. Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσιν» 2, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ», 1. 42. (Αἰγυπτιακὴ λέξις κατὰ Πλίνιον 22, 25: ― ἀλλ’ ἴδε ἐν λέξει ἄνθος).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
att. p. ἀθάρα.

Greek Monotonic

ἀθάρη: [θᾰ], ἡ, λέγεται για πληγούρι ή άλευρο, χυλός από αλεύρι βρώμης, χονδραλεσμένος σίτος και πηκτός ζωμός από αυτόν, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀθάρη: ἡ егип. каша из хлебных зерен Arph.

Middle Liddell

groats or meal, porridge, Ar., etc.