μύσσομαι

From LSJ
Revision as of 04:17, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύσσομαι Medium diacritics: μύσσομαι Low diacritics: μύσσομαι Capitals: ΜΥΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: mýssomai Transliteration B: myssomai Transliteration C: myssomai Beta Code: mu/ssomai

English (LSJ)

fut. μύξομαι Epic.in Arch.Pap.7.5:—

   A blow the nose, μύσσονται δὲ οὐδέν Hp.Vict.3.70:—Act. (dub. in Hsch.) is only found in compds. ἀπο-, προ-μύττω. (Cf. μυκτήρ, μύξα (A); Skt. muncáti 'let go', Lat. e-mungo.)

Greek (Liddell-Scott)

μύσσομαι: μέσ., ἀπομύττομαι, ἐκβάλλω τὴν μύξαν μου, μύσσονται δὲ οὐδὲν Ἱππ. 369. 13· - τὸ ἐνεργ. μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., ἀλλ’ εὕρηται μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπο-, προ-μύττω. - (Ἐκ √ΜΥΚ, πρβλ. μυκτήρ, μύξα, ἀπομύξασθαι)· Σανσκρ. muk, mu`nk-âmi (adjicio), Λατ. mung-o, e-mung-o, muc-us, muc-edo.)

French (Bailly abrégé)

moucher.
Étymologie: v. μύξα.

Greek Monolingual

μύσσομαι (Α)
φυσώ τη μύτη, βγάζω τη μύξα («μύσσονται δὲ οὐδέν», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μύσσομαι (< μυκ-) —απ' όπου κατά μια ετυμολογία παράγεται και το νεώτ. μύτη βλ. λ.— ανάγεται σε ΙΕ ρίζα (s)meu-k- / (s)meu-g- με αρχική σημ. «μαλακός», απ' όπου «ολισθηρός, γλιστρώ, βλέννα, βλεννώδης» (πρβλ. σμύξων, σμύσσεται, σμυκτήρ, γλώσσες Ησύχ.) και συνδέεται με λατ. mūcōr, mūcus «βλέννα, μύξα» και ē-mungō / mungō «βγάζω τη μύξα» (πρβλ. λ. μύξα), αρχ. ισλδ. mygia «μούχλα», λεττον. mukls «βαλτώδης», κελτ. smūc «μαλακός». Επίσης το ρ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τ. που σημαίνουν «διαφεύγω, αφήνω, ελευθερώνω» (πρβλ. αρχ. ινδ. muncati, λιθουαν. munku). Στην ίδια ρίζα με το ρ. μύσσομαι ανάγονται και οι λ. μύκης, μύζω (II) και μυχθίζω. Η σημ., τέλος, του ρ. μύσσομαι εξελίχθηκε στα δύο σημαντικά παράγωγά του σε «βλέννα, βλεννώδης» για τη λ. μύξα και τα παράγωγά της και «χλευάζω, περιγελώ» για τη λ. μυκτήρ και τα παράγωγά της.
ΠΑΡ. μυκτήρ(ας), μύξα.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. εκμύσσομαι].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: blow the nose (Hp., Epic. in Arch. Pap. 7, 5); also act. wipe off (Pl., E., Arr., AP), metaph. draw by the nose, deceive (Men., H.);
Other forms: fut. μύξομαι
Compounds: usu. with ἀπο- id. (Ar., X., Arist.), also with προ- deceive somebody for money (Hp.), snuff a lamp (Ar. V. 249 v. l. for πρόβυσον), extort money'.
Derivatives: 1. μυκτήρ, -ῆρος m., often in plur., "the snuffer", nostril (Ion., com., X.), also (as backformation from μυκτηρίζω) mocker (Timo), insult (Plu., Luc.); with μυκτηρίζω (ἀπο- μύσσομαι H.) bleed at the nose (Hp.), be mocked (Lys.Fr. 323 S., LXX) with -ηρισμός mockery, -ηρίσματα pl. H. as explanation of ἀποσκώμματα, -ηριστής m. mocker (Ath.). -- 2. μύξα, -ης f. slime, mucus, also nostril, snout, spout of a lamp (Hes. Sc. 267, Ion., Arist.; on the formation below) with several derivv.: dimin. μυξάριον (M. Ant.); μυξώδης slimy, full of slime (Hp., Arist., Thphr.); μυξ-ωτῆρες pl. (Hdt., Hp.), -ητῆρες (Gal.) nostril (cf. τροπωτήρ, κωπητήρ a.o., Chantraine Form. 327 f.); μυξ-άζω, -άω be slimy (sch.); fishnames: μύξων, -ωνος m. kind of mullet (Arist.), prob. directly from μύξα; as backformation (κόκκων : κόκκος a.o.; cf. Chantraine 161) μύξος id. (Ath.); μυξῖνος id. (Hikes. ap. Ath.; like κορακῖνος a.o.). -- 3. ἀπόμυξ-ις snuffling (Plu.), -ία mucus (AB, H.). -- On μύκης mushroom s. v.
Origin: IE [Indo-European] [744] *mug-, muk- slime, glide?; PGX [probably a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Beside the primary yot-present *μυκ-ι̯ομαι in μύσσομαι stands in Latin a nasal-present ē-mu-n-g-ō wipe the nose; cf. σχίζω (:*σχιδ-ι̯ω) beside scindō. Independent parallel formations are ἀπόμυξ-ις and ēmunc-ti-ō. -- Of the derivations only μύξα needs explanation: like κνίση, κνῖσα can go back on the s-stem supposed in Lat. nīdor , μύξα can go back on Lat. mūcor m. mould, moistness, if from *mūcos (Solmsen Wortforsch. 238 f.). It is unnecessary to assume an adj. *μυξός slimy (*μυκ-σ-ός) with Solmsen (and Brugmann Grundr.2 2 : 1, 541), as μύξων, μύξος can be explained from μύξα; s. above. For the rare forms with anl. σμ-(σμύσσεται and σμυκτήρ H., σμύξων Arist. beside μύξων) Celtic has a parallel in Gael. smùc, smug mucus; from Celt. may still be mentioned the primary to-derivation in MIr. mocht weak (< *muk-to-). The Germ. and Balto-Slav. words adduced, e.g. OWNo. mjūkr, Latv. mukls palūdōsus give nothing new for Greek. Further, partly quite doubtful combinations in WP. 2, 253, Pok. 744, W.-Hofmann s. ēmungō. -- On μύσκος μίασμα H. s. μύσος; the rarely attested ἀμυσχρός, ἀμυχρός etc. (s.v.) cannot be certainly interpreted. Cf. 2. μύζω and μυχθίζω. - The forms μύξα, μύξος, μύξων, and the forms with σ-, seem doubtful and may be Pre-Greek; cf. Fur. 393.