μυστίλη
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
ἡ,
A piece of bread scooped out as a spoon, to sup soup or gravy with, Ar.Eq.1168, Pherecr.108.5, Aret.CA1.4, Ath.3.126a, Poll.6.87.—The forms μιστύλη or μιστύλλη and μιστυλλάομαι, which occur in codd., are no doubt due to confusion with μιστύλλω.
Greek (Liddell-Scott)
μυστίλη: [ῑ], ἡ, ὡς τὸ μύστρον, κοῖλος ψωμός, τεμάχιον ἄρτου, κεκοιλωμένον ὡς κοχλιάριον, δι’ οὗ ἤσθιον τοὺς ζωμούς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1168, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 5, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4, Ἀθήν. 126Α, Πολυδ. ϛʹ, 87· - ὑποκορ. μυστιλάριον, τό, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Οἱ τύποι μιστύλη ἢ μιστύλλη καὶ μιστυλλάομαι καθόλου ἀπαντῶσιν ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. βεβαίως ἐκ συγχύσεως πρὸς τὸ μιστύλλω· ἀλλὰ τοὺς ἄλλους τύπους ἀποδέχονται οἱ ἄριστοι τῶν γραμματικῶν, ἴδε Brunck εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 627.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
morceau de pain creusé en cuiller pour manger la soupe, ou en gén. pour puiser dans un plat.
Étymologie: DELG ?
Greek Monolingual
μυστίλη, ἡ (Α)
τεμάχιο άρτου, κόρα ψωμιού, στο οποίο έδιναν σχήμα κουταλιού και με το οποίο έτρωγαν τους ζωμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μυστίλη, που είναι αρχαιότερος από τον τ. μύστρον, έχει επίθημα -ίλη (πρβλ. ζωμ-ίλη, στροβ-ίλη) και φαίνεται ότι παράγεται από ένα αμάρτυρο ουσιαστικό μυστον, -ος. Ο τ. μύστρον είναι υστερογενής, σχηματισμένος με επίθημα -τρον, που χαρακτηρίζει ονόματα οργάνων (πρβλ. λύ-τρον, φίμω-τρον). Η άποψη ότι το θέμα τών τ. συνδέεται με το ρ. μύζω (Ι) «ρουφώ» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, καθώς δεν μπορεί να αιτιολογηθεί το -στ- του μυστ-ίλη. Η σύνδεση, τέλος, τών τ. με τις λ. μύσταξ και μάσταξ δεν θεωρείται πιθανή].
Greek Monotonic
μυστίλη: [ῑ], ἡ, κομμάτι ψωμιού που χρησιμοποιείτο για να τρώγονται μ' αυτό η σούπα ή ο ζωμός, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
Middle Liddell
μυστί¯λη, ἡ,
a piece of bread used to sup up soup or gravy with, Ar. [deriv. uncertain]