πιπίζω
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
German (Pape)
[Seite 617] = πιπίσκω, zw. S. auch πιππίζω.
Greek (Liddell-Scott)
πῑπίζω: τῷ ἑπομ. Ἰω. Μαλαλ. 210, 14. ΙΙ. = πιπίζω, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
(I)
και πιπιρίζω, Ν, πιππίζω Α
(για νεοσσούς) εκβάλλω φωνή όμοια με τους φθόγγους πι πι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. έχουν σχηματιστεί με ονοματοποιία (πρβλ. λατ, pipilo, pipio, γερμ. piepen) βλ. και λ. πιπώ.
(II)
Μ
πιπίσκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πιπί-σκω με κατάλ. -ζω].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιπίζω, onomat., piepen.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to beep (Ar. Av. 306),
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Onomatop. word like Lat. pīp(il)āre, NHG piepen etc. (W.-Hofmann s.v.); cf. πιπώ.