τίφη

From LSJ
Revision as of 10:25, 20 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίφη Medium diacritics: τίφη Low diacritics: τίφη Capitals: ΤΙΦΗ
Transliteration A: típhē Transliteration B: tiphē Transliteration C: tifi Beta Code: ti/fh

English (LSJ)

ἡ,

   A one-grained wheat, einkorn, Triticum monococcum, Arist. HA603b26 (pl.), Thphr.HP1.6.5, 8.1.1 (pl.), al., Diocl.Fr.113 (pl.), Gal.6.791, Plin.HN18.93; wrongly glossed by ὄλυρα, Hsch.    II a kind of beetle, Ar.Ach.920,925 (cf. Sch.Rav.ad loc., Suid. s.v. θρυαλλίς).    2 = σίλφη 1, Poll.7.19, Phryn.268 (Lobeck for τίλφη, confirmed by cod. Laur.), Ael.NA8.13. (The quantity of ι is doubtful; pl. τίφαι is written in Thphr.HP8.1.1, Diocl. l.c., dat. τιφαῖς Arist. l.c. (v.l. στιφαῖς).)

German (Pape)

[Seite 1121] ἡ, 1) eine Getreideart, die Einige mit ὄλυρα vergleichen und verwechseln; Arist. H. A. 8, 21; Theophr. – 2) ein Insekt, auch τίλφη u. σίλφη geschrieben, Ar. Ach. 884. 889; nach Andern die auf stehenden Wassern laufende Wasserspinne, bipula; vgl. Ael. H. A. 8, 13.

Greek (Liddell-Scott)

τίφη: [ῑ;] ἡ, εἶδος γεννήματος ἢ σίτου (διάφορον τῆς ὀλύρας), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 5, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 5. ΙΙ. ἔντομόν τι, ἴσως ταὐτὸν καὶ σίλφη, ἢ ἴσως ἡ ἐπὶ τῶν λιμναζόντων ἡσύχων ὑδάτων ἐπιτρέχουσα ἀράχνη, Λατ. tipula, Ἀριστοφ. Ἀχ. 920, 925, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 8. 13· - ἀλλ’ ὁ Elmsl. ἐκλαμβάνει αὐτὸ ὡς εἶδος μικροῦ ἀκατίου ἢ λέμβου, πρβλ. σίλφη ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 sorte de blé, pê le même que ὄλυρα;
2 tipule, insecte (cf. τίλφη, σίλφη).
Étymologie: DELG pas d’étym.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
νεοελλ.-αρχ.
είδος υμενόπτερου εντόμου
μσν.-αρχ.
μονόκοκκο σιτάρι («σπείρειν δὲ ἐν τοῑς οἰκείοις τόποις σησάμην, τίφας, ζειάς, κέγχρον», Γεωπ.)
αρχ.
η σίλφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Greek Monotonic

τίφη: ἡ, έντομο, ίσως αράχνη που τρέχει πάνω από τα λιμνάζοντα ήσυχα νερά, Λατ. tipula, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τίφη: v. l. τιφή ἡ
1) полба (разновидность) Arst.;
2) Arst. = σίλφη.

Middle Liddell

τίφη, ἡ,
an insect, perh. the water-spider, that runs on the top of smooth water, Lat. tipula, Ar.