χέρνιψ

From LSJ
Revision as of 02:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χέρνιψ Medium diacritics: χέρνιψ Low diacritics: χέρνιψ Capitals: ΧΕΡΝΙΨ
Transliteration A: chérnips Transliteration B: chernips Transliteration C: chernips Beta Code: xe/rniy

English (LSJ)

ἡ, used by Hom. (only in Od., v. infr.) always in acc. χέρνιβα; later in nom., A.Eu.656; gen.

   A χέρνιβος S.Fr.1127.7, Ar. Lys.1129, Lys.6.52, D.20.158; dat. χέρνιβι Ar.Av.897 (lyr.), Th.4.97; pl., freq. in Trag. (v. infr. 2); poet. dat. χερνίβεσσιν Simon.44: (χείρ, νίζω):—water for washing the hands, before meals, Od.1.136, 3.440, 4.52, etc.: esp. of holy water used before sacrifices, 3.445, Ar.Av.850, Lys.1129; ὕδωρ, ὃ ἦν ἄψαυστον σφίσι, πλὴν πρὸς τὰ ἱερὰ χέρνιβι χρῆσθαι Th. l.c., εἴργεσθαι χέρνιβος D. l.c.    2 freq. in pl. χέρνιβες, purifications with holy water, Simon.45, E.Or.1602 Ph.662 (lyr.), etc.; χέρνιβας νέμειν allow the use of holy water, S.OT240; κοινωνὸς χερνίβων a partaker therein, i.e. an inmate of the same house or companion at table, A.Ag.1037; εἰς ἱέρ' εἰσιόντα καὶ χερνίβων καὶ κανῶν ἁψόμενον D.22.78, cf. E.IA675, 1479 (lyr.), IT58, 244, 335; προχύτας χέρνιβάς τ' ἐνάρξεται Id.IA 955; used before entering the house after a funeral, Id.Alc.100 (lyr., sg.).    3 rarely of libations to the dead, A.Ch.129. (On the accent v. Hdn.Gr.1.246.)

German (Pape)

[Seite 1350] ιβος, ἡ, das Handwaschwasser, Weihwasser, mit dem man sich vor der Mahlzeit (vgl. Ath. IX, 408), oder vor Verrichtung eines Opfers oder sonst eines religiösen Gebrauchs die Hände wusch; Hom. immer im acc. sing., oft in dem Verse χέρνιβα δ' ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα – ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος, νίψασθαι; auch χέρνιβα κατήρχετο, Od. 3, 445, das Händewaschen beginnen; αὐτοῦ τὴν χέρνιβα παύσεις Eupolis bei Ath. IX, 409 b; χέασα τάσδε χέρνιβας βροτοῖς Aesch. Ch. 127; sonst kommt vom sing. der dat. χέρνιβι bei Ar. Av. 894 vor, wie Thuc. ὕδωρ, ὃ ἦν ἄψαυστον σφίσι πλὴν πρὸς τὰ ἱερὰ χέρνιβι χρῆσθαι 4, 97; u. der gen., ἐχερνίψατο ἐκ τῆς ἱερᾶς χέρνιβος Lys. 6, 52, wo es im Tempel geschieht, wie μιᾶς ἐκ χέρνιβος βωμοὺς περιῤῥαίνοντες Ar. Lys. 1129. – Im plur. ist εἴργειν τινὰ χερνίβων ein in Athen geläufiger Ausdruck, welcher das Ausschließen der mit Blutschuld Behafteten von der Theilnahme an religiösen Gebräuchen und Opfern bezeichnet; Dem. Lpt. 158; εἰς ἱερὰ εἰσιόντα καὶ χερνίβων καὶ κανῶν ἁψόμενον 24, 186; was auch zu χέρνιβον gezogen werden könnte; doch spricht für die Beziehung auf χέρνιψ »χέρνιβας νέμειν«, den Gebrauch des Weihwassers gestatten, Soph. O. R. 240; εὖ γ' οὖν θίγοις ἂν χερνίβων Eur. Or. 1602; χερνίβων ἑστήξῃ πέλας I. A. 675, u. öfter in diesem Stück, u. I. T.; χερνίβων κοινωνός, Haus- od. Tischgenosse, Aesch. Ag. 1007. – Das Weihwasser stand an der Thür, und man reinigte sich damit auch nach Leichenbestattungen, ehe man ins Haus trat, vgl. Eur. Alc. 100 οὐχ ὁρῶ πηγαῖον χέρνιβ' ἐπὶ φθιτῶν πύλαις. – [Ueber die Accentuation χερνίβος, χερνίβα spricht schon Ath. IX, 409 b, der sie verwirft.]

Greek (Liddell-Scott)

χέρνιψ: ἡ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ἀεὶ ἐν τῇ Ὀδ.) μόνον κατ’ αἰτιατ. χέρνιβα, ἥτις παρέμεινεν ὡς ἡ κοινοτάτη ἐν χρήσει πτῶσις τοῦ ἑνικοῦ· ἀλλ’ ἡ ὀνομαστ. ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 656· γεν. χέρνιβος ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 708, Ἀριστοφ. Λυσ. 1129, Λυσίᾳ 108. 1· δοτ. χέρνιβι ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 897, Θουκ. 4. 97· πληθ., συχν. παρὰ Τραγικ.· ποιητικ. δοτικ. χερνίβεσσιν Σιμωνίδ. 54· (χείρ, νίζω). Ὕδωρ δι’ οὗ ἔνιπτον τὰς χεῖρας πρὸ τοῦ φαγητοῦ, Ὀδ. Α. 136, Γ. 440, Δ. 52, Η. 172, κλπ.· ἢ πρὸ θυσιῶν καὶ ἄλλων θρησκευτικῶν τελετῶν, ὅθεν καὶ ἐνομίζετο ἅγιον, Γ. 445 (ἴδε κατάρχω ΙΙ. 2), Ἀριστοφ. Ὄρν. 850, Λυσ. 1129· ὕδωρ, ὃ ἦν ἄψαυστόν σφισι, πλὴν πρὸς τὰ ἱερὰ χέρνιβι χρῆσθαι Θουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀγγεῖα πλήρη τοιούτου ὕδατος ἔκειντο κατὰ τὰς εἰσόδους τῶν ναῶν ἢ τῶν οἰκιῶν πρὸς χρῆσιν τῶν εἰσερχομένων, ἴδε ἐν λέξ. χερνίπτομαι, καὶ αὐτόθι τὸ ἐκ τοῦ Λυσίου χωρίον. 2) συχν. ἐν τῷ πληθ. χέρνιβες, ἁγνισμοὶ δι’ ἡγιασμένου ὕδατος, Λατ. malluviae, καὶ πολλάκις σχεδὸν ὡς τὸ ἑνικ., Εὐρ. Ὀρ. 1602, Φοίν. 662, κλπ.· εἴργεσθαι χερνίβων (ἔνθα ὅμως τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα φέρουσι χέρνιβος), ἀποκλείεσθαι ἐκ τῆς χρήσεως αὐτῶν, ὡς οἱ μολυνθέντες ἐξ αἱματοχυσίας, Δημ. 504. 14· χέρνιβας νέμειν, ἐπιτρέπειν τὴν χρῆσιν αὐτῶν, Σοφ. Ο. Τ. 240· χερνίβων κοινωνός, μέτοχος αὐτῶν, δηλ. κάτοικος τῆς αὐτῆς οἰκίας, σύνοικος καὶ ὁμοτράπεζος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1037· εἰς ἱερὰ εἰσιόντα καὶ χερνίβων καὶ κανῶν ἁψάμενον Δημ. 618. 7, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 675, 1479, 1513, Ι. Τ. 58, 245, 335· χέρνιβας ἐνάρχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 955. - Μετὰ τὴν κηδείαν οὐδεὶς εἰσήρχετο εἰς τὴν οἰκίαν ἂν μὴ πρῶτον ἐξηγνίζετο διὰ τῆς χέρνιβος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 100. 3) σπανίως ἐπὶ σπονδῶν εἰς τιμὴν τῶν νεκρῶν, Αἰσχύλ. Χο. 129, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 435. (Ὁ τονισμὸς χίρνιβος, χέρνιβα, κτλ. βεβαιοῦται ἐκ τῆς ἀναλογίας ἄλλων συνθέτων ληγόντων εἰς ψ, ἴδε Ἀθήν. 409Β· εἰ καὶ ὁ Σουΐδ. καὶ ἕτεροι ἔγραφον χερνίβος, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ιβος (ἡ) :
eau pour se laver les mains avant le repas, ou avant un sacrifice ou une cérémonie religieuse ; χέρνιβας νέμειν SOPH permettre la participation aux sacrifices ; χερνίβων κοινωνός ESCHL qui est en communauté d’ablutions, càd commensal, hôte ou parent.
Étymologie: χείρ, νίπτω.

English (Autenrieth)

ιβος: water for washing the hands. (Od.)

Greek Monolingual

-ιβος, ἡ, Α
1. το νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από το φαγητό (α. «χέρνιβα δ' ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα... νίψασθαι», Ομ. Οδ.
β. «τὸ δὲ κατὰ τῶν χειρῶν διδόμενον ὕδωρ χέρνιβα», Σχόλ. Ιλ.)
2. ιερό νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από θυσίες (α. «Νέστωρ χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατήρχετο, πολλὰ δ' Ἀθήνη εὔχετ' ἀπαρχόμενος», Ομ. Οδ.
β. «ὕδωρ, ὅ ἦν ἄψαυστόν σφισι, πλὴν πρὸς τὰ ἱερὰ χέρνιβι χρῆσθαι», Θουκ.)
3. τελετουργικό αγγείο
4. στον πληθ. αἱ χέρνιβες
α) εξαγνισμοί με αγιασμένο νερό («εὖ γοῡν θίγοις ἄν χερνίβων», Ευρ.)
β) χοές για τους νεκρούς («κἀγὼ χέουσα τάσδε χέρνιβας θνητοῑς λέγω καλοῡσα πατέρα», Αισχύλ.)
5. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «χέρνιψ
ἄγγος ἐλαίου εἰς ὅ ἐνέβαπτον τὰς δᾷδας καὶ περιέρραινον τὸν βωμόν»
6. φρ. α) «κοινωνὸς χερνίβων» — αυτός που μετέχει στις ίδιες οικογενειακές τελετές, δηλαδή σύνοικος, συγκάτοικος (Αισχύλ.)
β) «χέρνιβας νέμειν» — το να επιτρέπει κανείς σε κάποιον τη χρήση του αγιασμένου νερού (Σοφ.)
γ) «γράφων χέρνιβος εἴργεσθαι τὸν ἀνδροφόνον» — δήλωνε τον αποκλεισμό όσων είχαν διαπράξει φόνο από τις θρησκευτικές τελετές και από τις θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τ. του οποίου το α' συνθετικό ανάγεται στη λ. χείρ, ενώ το β' συνθετικό στη ρίζα nigw- του ρ. νίζω / νίβω «πλένω, καθαρίζω» (για τον χειλοϋπερωικό φθόγγο από τον οποίο προέρχεται το -β- του τ. πρβλ. και το μυκηναϊκό keni-qa, βλ. λ. χέρνιβον) και έχει σχηματιστεί με κατάλ. -s, όπως και άλλα ριζικά ονόματα (χέρνιψ < χερ-νιβ-ς). Η λ. χείρ εμφανίζει στον τ. χέρ-νιψ την μορφή χερ-, η οποία απαντά και σε άλλους τ. της λ. και έχει προέλθει από τη δοτ. πληθ. χερσί. Από άλλους μελετητές, το α' συνθετικό χερ- ερμηνεύεται από τη μορφή θ. χερρ- (πρβλ. αιολ. αιτ. πληθ. χέρρας) με απλοποίηση τών δύο -ρρ- (για τις μορφές αυτές του θ. βλ. και λ. χειρ). Η λ., τέλος, απαντά και στη Μυκηναϊκή σε ορισμένους παρ. τ., πρβλ. keniqa = χέρνιβα (βλ. λ. χέρνιβον), keniqetewe, το οποίο θα αντιστοιχούσε στον πληθ. ενός αμάρτυρου αρσ. χερνιπτεύς].

Greek Monotonic

χέρνιψ: -ιβος, ἡ,
1. νερό για πλύσιμο των χεριών, πριν από τα γεύματα, ή πριν από θυσίες και θρησκευτικές τελετές, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.
2. πληθ. χέρνιβες, εξαγνισμοί με αγιασμένο νερό, σε Ευρ.· εἴργεσθαι χέρνιβος, αποκλείονται από τη χρήση, όσοι μολύνθηκαν από αιματοχυσία, σε Δημ.· χέρνιβας νέμειν, επιτρέπω τη χρήση αυτών, σε Σοφ.· χερνίβων κοινωνός, μέτοχος αυτών, δηλ. σύνοικος, , σε Αισχύλ.
3. σπανίως, λέγεται για σπονδές προς τιμή των νεκρών, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

χέρνιψ: ῐβος ἡ тж. pl.
1) вода для омовения рук (преимущ. культового) Hom., Eur., Lys., Arph.;
2) культовое омовение рук: πρὸς τὰ ἱερὰ χέρνιβι χρῆσθαι Thuc. совершать омовение рук перед жертвоприношениями; χέρνιβας νέμειν Soph. допускать к культовым омовениям рук, т. е. к священным обрядам; εἴργεσθαι χερνίβων Dem. запрещать участие в священных обрядах; χερνίβων κοινωνός Aesch. соучастник священных омовений, т. е. домочадец, близкий;
3) (редко) заупокойное возлияние (χέειν τὰς χέρνιβάς τινι Aesch.).

Middle Liddell

χέρνιψ, ιβος, ἡ, [from χερνίπτομαι
1. water for washing the hands, before meals, or before sacrifices and religious services, Od., Ar.
2. pl. χέρνιβες, purifications with holy water, Eur.; εἴργεσθαι χερνίβων to be excluded from the use thereof, as were those defiled by bloodshed, Dem.; χέρνιβας νέμειν to allow the use of it, Soph.; χερνίβων κοινωνός a partaker therein, i. e. a member of the household, Aesch.
3. rarely of libations to the dead, Aesch., Soph.