χώομαι
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
Ep. imper. χώεο, v. infr.: Ep. impf.
A χώετο Il.21.306: fut. χώσομαι, 3sg. χώσεται, Lyc.362: aor. ἐχωσάμην, v. infr.: Ep. aor. subj. χώσεται Il.1.80:—Ep. Verb, to be angry, freq. in Hom. (esp. Il.), 21.519, al., Hes.Th.533: with the addition of θυμόν Il.16.616; κῆρ 1.44; κηρόθι Od.5.284; φρεσὶν ᾗσι Il.19.127; χ. θυμῷ h.Cer.330; χ. φρένας ἀμφί Hes.Th.554.—Construction: 1 c. dat. pers., to be angry at one, ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηϊ Il.1.80, al. 2 c. gen. pers. vel rei, χωόμενον κατὰ θυμὸν . . γυναικός about or because of her, ib.429, cf. 2.689; χώσατο δ' αἰνῶς ἀμφότερον νίκης τε καὶ ἔγχεος 13.165, etc. 3 c. acc. rei, only in the phrase μή μοι τόδε χώεο be not angry with me for this, Od.5.215; μὴ νύν μοι τόδε χώεο 23.213. 4 folld. by ὅττι, χώσατο δ' Ἕκτωρ, ὅττι ῥά οἱ βέλος ὠκὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός Il.14.406, 22.291. 5 with a Prep., περὶ βουσί (ν) Hes.Sc.12, h.Merc.236.
German (Pape)
[Seite 1386] fut. χώσομαι, aor. ἐχωσάμην, zürnen, unwillig sein, werden; oft bei Hom., bes. in der Il.; ἔτι μᾶλλον χώετο Πηλείωνι 21, 306; θεά, μή μοι τόδε χώεο, zürne mir nicht deswegen, Od. 5, 215, wie 23, 213; öfters in Vrbdg mit θυμόν, κῆρ, auch φρεσίν, Il. 19, 127; θυμῷ H. h. Cer. 331; φρένας Hes. Th. 554; θυμὸν ἑταίρου χώεται αἰνῶς, er zürnt im Herzen um den Gefährten, Il. 20, 19; und so oft mit dem gen. der Person oder Sache, um deren willen man zürnt, 1, 429. 2, 689. 13, 662. 16, 553. 20, 29. 21, 457. 23, 37; seltner περί τινος, 9, 449. 14, 266, wo jetzt περιχώσατο steht; περί τινι Hes. Sc. 12; H. h. Merc. 236; einzeln auch bei sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
χώομαι: Ἐπικ. προστ. χώεο, ἴδε κατωτ.· Ἐπικ. παρατ. χώετο Ἰλ. Φ. 306· ― μέλλ. χώσομαι Α. 80 (ἔνθα ὁ τύπος χώσεται δύναται νὰ εἶναι Ἐπικ. ἀόρ. ὑποτ.), Λυκόφρ. 362· ― ἀόρ. ἐχωσάμην, ἴδε κατωτ.· ἀποθ. Ρῆμα Ἐπικ. ὡς τὸ χολόομαι, ὀργίζομαι, θυμώνω, ἀγανακτῶ, «χολιάζω», συχν. παρ’ Ὁμ. (μάλιστα ἐν Ἰλ.), π. χ. Φ. 519, καὶ ἐν Ἡσ. Θεογ. 533 συχν. τῇ προσθήκῃ τοῦ θυμὸν Ἰλ. Π. 616· κῆρ Α. 44· κηρόθι Ὀδ. Ε. 284· φρεσὶν ᾖσιν Ἰλ. Τ. 127· χ. θυμῷ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 311· χ. φρένας Ἡσ. Θεογ. 554· σπανιώτερον, ταράττομαι, δυσαρεστοῦμαι, Ἰλ. Ξ. 406, Χ. 291. ― Συντάσσεται: 1) μετὰ δοτ. προσ., ὀργίζομαι ἐναντίον τινός, ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηι Α. 80, κλπ. 2) μετὰ γεν. προσ. ἢ πράγμ., χωόμενον κατὰ θυμὸν .. γυναικὸς Α. 429, πρβλ. 2. 689· χώσατο δ’ αἰνῶς .. νίκης τε καὶ ἔγχεος Ν. 165, κλπ.· ― σπανιώτερον, ὅς μοι παλακίδος πέρι χώσατο Ι. 449, πρβλ. 266 (ἐν τοῖς δυσὶ τούτοις χωρίοις ὁ Wolf γράφει περιχώσατο ὡς μίαν λέξιν, πρβλ. περιχώομαι)· περί τινι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 12, Ὕμν. Ὁμ. Ἑρμ. 236. 3) μετ’αἰτ. πράγμ., μόνον ἐν τῇ φράσει μή μοι τόδε χώεο, μὴ ὀργίζου ἐναντίον μου διὰ τοῦτο, Ὀδ. Ε. 215· μή νύν μοι τόδε χώεο· Ψ. 213.
French (Bailly abrégé)
f. χώσομαι, ao. ἐχωσάμην, pf. inus.
être irrité ou mécontent, s’irriter, se fâcher : θυμόν IL, κῆρ IL, φρεσὶν ᾖσιν IL, κηρόθι, être irrité au fond du cœur ; τινι, contre qqn ; τινος, rar. περί τινος, au sujet de qqn ou de qch ; μή μοι τόδε χώεο OD ne t’irrite pas contre moi à cause de cela.
Étymologie: DELG pê apparenté à χέω.
English (Autenrieth)
(χέω), imp. χώεο, ipf. χώετο, aor. (ἐ)χώσατο, subj. χώσεται, part. -άμενος: be agitated, troubled, angered; κῆρ, (κατὰ) θῦμόν, φρεσίν, and w. dat. of the person, Il. 1.80, Il. 9.555; causal gen. of thing or person, Il. 1.429.
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.)
1. οργίζομαι, θυμώνω
2. (σπάν.) ταράζομαι, συγχύζομαι
3. (με γεν. προσ. ή πραγμ.) εξοργίζομαι εξαιτίας κάποιου
4. (με δοτ. προσ. και αιτ. πραγμ.) θυμώνω με κάποιον για κάτι («μή μοι τόδε χώεο», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο ο φωνηεντισμός όσο και η σημ. του ρ. (πρβλ. χωόμενος «συγχεόμενος», Αρίσταρχος) οδηγούν στη σύνδεση του με το ρ. χέω. Ο σχηματισμός του τ., εξάλλου, από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα χω- της ρίζας του χέω θυμίζει ανάλογους μεταρρηματικούς σχηματισμούς, όπως λ.χ. πλέω: πλώω, ῥώομαι].
Greek Monotonic
χώομαι: Επικ. προστ. χώεο· γʹ ενικ. Επικ. παρατ. χώετο· μέλ. χώσομαι, αόρ. αʹ ἐχωσάμην, Επικ. γʹ ενικ. υποτ. χώσεται· αποθ., είμαι θυμωμένος, οργισμένος, αγανακτώ, σε Όμηρ.· χωόμενος κῆρ, θυμόν, σε Ομήρ. Ιλ.· κηρόθι, σε Ομήρ. Οδ.
1. με δοτ. προσ., είμαι θυμωμένος με κάποιον, ὅτε χώσεται ἀνδρί, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με γεν. προσ. ή πράγμ., χωόμενος γυναικός, σχετικά ή εξαιτίας αυτής, στο ίδ.· χώσατο δ' αἰνῶς νίκης τε καὶ ἔγχεος, στο ίδ.
3. με αιτ. πράγμ., μόνο στη φράση, μή μοι τόδε χώεο, μην οργίζεσαι, θυμώνεις μαζί μου γι' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
χώομαι: сердиться, негодовать (τινι Hom.): χ. κῆρ (κηρόθι, θυμόν или φρεσίν) Hom., χ. θυμῷ HH и χ. φρένας Hes. воспылать гневом, (раз)гневаться на кого-л.; χ. τινος или τι Hom. и περί τινι HH, Hes. сердиться из-за кого(чего)-л.
Middle Liddell
Dep.:— to be angry, wroth, indignant, Hom.; χωόμενος κῆρ, θυμόν Il.; κηρόθι Od.
1. c. dat. pers. to be angry at one, ὅτε χώσεται ἀνδρί Il.
2. c. gen. pers. vel rei, χωόμενος γυναικός about or because of her, Il.; χώσατο δ' αἰνῶς νίκης τε καὶ ἔγχεος Il.
3. c. acc. rei, only in the phrase μή μοι τόδε χώεο be not angry with me for this, Od.