γυμνιτεύω

From LSJ
Revision as of 20:42, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source

Greek (Liddell-Scott)

γυμνῑτεύω: ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶνε γυμνητεύω.

French (Bailly abrégé)

1 être nu;
2 être dépouillé ou dépourvu de, gén.;
3 être armé à la légère.
Étymologie: γυμνής.

Greek Monotonic

γυμνῑτεύω: = γυμνητεύω, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυμνιτεύω [~ γυμνός] naakt zijn.

Middle Liddell

= γυμνητεύω
to be naked, NTest.