γυμνιτεύω
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
Greek (Liddell-Scott)
γυμνῑτεύω: ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶνε γυμνητεύω.
French (Bailly abrégé)
1 être nu;
2 être dépouillé ou dépourvu de, gén.;
3 être armé à la légère.
Étymologie: γυμνής.
Greek Monotonic
γυμνῑτεύω: = γυμνητεύω, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυμνιτεύω [~ γυμνός] naakt zijn.