ἁγνότης
ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend
English (LSJ)
ητος, ἡ, (ἁγνός)
A purity, chastity, integrity, IG4.588.15 (Argos, ii A.D.), 2 Ep.Cor.6.5.
German (Pape)
[Seite 18] ἡ, N. T., Reinheit.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγνότης: -ητος, ἡ, (ἁγνός) καθαρότης, σωφροσύνη, Συλλ. Ἐπιγρ. 1133. Ἐπιστ. π. Κορ. Β΄. β΄. 2.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
pureté, chasteté.
Étymologie: ἁγνός.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 pureza ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι de los discípulos de Cristo, 2Ep.Cor.6.6, de Apolo, Corn.ND 32, cf. Herm.Mand.4.4.4.
2 integridad en un cargo δικαιοσύνης ἕνεκεν καὶ ἁγνότητος IG 4.588.15 (II d.C.).
English (Abbott-Smith)
ἁγνότης, -τητος, ἡ (< ἁγνός),
purity, chastity (cf. ἁγιότης): II Co 6:6 11:3. †
English (Strong)
from ἁγνός; cleanness (the state), i.e. (figuratively) blamelessness: pureness.
English (Thayer)
(ητος, ἡ (ἁγνός), purity, uprightness of life καί τῆς ἁγνότητος after ἁπλότητος (so L Tr text, but Tr marginal reading WH brackets), others read τῆς ἁγνότητος καί before ἁπλότητος Found once in secular authors, see Boeckh, Corp. Inscriptions i., p. 583no. 1133 1. xv. δικαιοσύνης ἕνεκεν καί ἁγνότητος.
Greek Monotonic
ἁγνότης: -ητος, ἡ (ἁγνός), εξαγνισμός, καθαρότητα, αθωότητα, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἁγνότης: ητος ἡ чистота, непорочность NT.