ἐπικάλυμμα

From LSJ
Revision as of 20:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικάλυμμα Medium diacritics: ἐπικάλυμμα Low diacritics: επικάλυμμα Capitals: ΕΠΙΚΑΛΥΜΜΑ
Transliteration A: epikálymma Transliteration B: epikalymma Transliteration C: epikalymma Beta Code: e)pika/lumma

English (LSJ)

[κᾰ], ατος, τό,

   A cover, veil, πλοῦτος πολλῶν ἐ. ἐστιν κακῶν Men.90.    II. in animals, covering of any orifice, of the gills of fish, Arist.HA505a1, PA696b3; of the opercula of crabs and other crustacea, Id.HA527b26, 541b26, cf. 530a21.

German (Pape)

[Seite 945] τό, das Darübergedeckte, die Decke, Deckmantel, Menand. Stob. fl. 91, 19. Bei Arist. H. A. 5, 7 heißt der Krebsschwanz so.

English (Thayer)

ἐπικαλυμτος, τό (ἐπικαλύπτω), a covering, veil; properly, in the Sept.: Complutensian (cf. 39:21 Tdf.); metaphorically, equivalent to a pretext, cloak: τῆς κακίας, πλοῦτος δέ πολλῶν ἐπικαλυμμ' ἐστι κακῶν, Menander quoted in Stobaeus, flor. 91,19 (iii. 191, Gaisf. edition); quaerentes libidinibus suis patrocinium et velamentum, Seneca, vita beata 12).

Greek Monolingual

το (Α ἐπικάλυμμα) επικαλύπτω
νεοελλ.
εξωτερικό σκέπασμα, κάλυμμα της επιφάνειας, επένδυση
αρχ.
1. κάλυμμα, μέσο συγκαλύψεως («πλοῦτος πολλῶν ἐπικάλυμμά ἐστι κακῶν», Μέν.)
2. (για το σώμα) οτιδήποτε καλύπτει ένα άνοιγμα.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικάλυμμα: ατος (ᾰλ) τό
1) анат. перепонка, клапан Arst.;
2) анат. крышка, щиток: ἐπικαλύμματα τῶν βραγχίων Arst. жаберные крышки;
3) перен. покров, пелена, завеса (πολλῶν κακῶν Men.; ἐ. ἔχειν τῆς κακίας τὴν ἐλευθερίαν NT).