ἑπταπλασίων
From LSJ
English (LSJ)
ον, gen. ονος, = foreg., Orib.Fr.90, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπταπλασίων: -ον, γεν. -ονος, = τῷ προγ., Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΙΒ. 6).
Greek Monolingual
ἑπταπλασίων, -ον (AM) (Μ) και ἑφταπλασίων, -ον)
ο επταπλάσιος.