καθότι

From LSJ
Revision as of 11:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθότι Medium diacritics: καθότι Low diacritics: καθότι Capitals: ΚΑΘΟΤΙ
Transliteration A: kathóti Transliteration B: kathoti Transliteration C: kathoti Beta Code: kaqo/ti

English (LSJ)

Ion. κατ-, for καθ' ὅ τι (which shd. perh. be written)

   A in what manner, IG12.24.8, al., Hdt.7.2, Th.1.82, etc.; κ. γέγραπται as is written, SIG577.18 (Milet., iii/ii B.C.), etc.; so far as, inasmuch as, Plb.4.25.3, al.

German (Pape)

[Seite 1289] d. i. καθ' ὅτι, insofern, wofern, besser getrennt geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

καθότι: Ἰων. κατότι, ἀντὶ τοῦ καθ’ ὅ τι, ὁ μὲν Ἀρταβαζάνης, κατότι πρεσβύτατός τε εἴη Ἡρόδ. 7. 2· καθότι (καθ’ ὅ τι) χωρήσει, πῶς θὰ προχωρήσῃ, τί τέλος θὰ λάβῃ, Θουκ. 1. 82· γνώμην ἐσενεγκεῖν εἰς τὸν δῆμον καθότι (καθ’ ὅ τι) ἄριστα ἡ πόλις οἰκήσεται· κατὰ τίνα τρόπον, ὁ αὐτ. 8. 67, πρβλ. 4. 34., 5. 76· καθ’ ὅσον, Πολύβ. 18. 19, 5, κλ. Ἐν ταῖς ἀρίσταις ἐκδόσεσι νῦν γράφεται διῃρημένως.

French (Bailly abrégé)

conj.
1 comment, de quelle manière;
2 selon que, comme;
3 en ce que, en tant que ; dans la mesure où.
Étymologie: κατά, ὅ τι.

English (Strong)

from κατά; and ὅς and τὶς; according to which certain thing, i.e. as far (or inasmuch) as: (according, forasmuch) as, because (that).

English (Thayer)

(i. e. καθ' ὁ τί), according to what, i. e.
1. so far as, according as: Polybius 18,19 (36), 5; for כַּאֲשֶׁר, because that, because (cf. Winer's Grammar, § 53,8): L T Tr WH (for Rcc. διότι) in Polybius 18,21 (38),6).
3. as, just as: Baruch 6 (Epistle Jer.) Thucydides, et al.

Greek Monolingual

καθότι και καθ' ὅ,τι, ιων. τ. κατότι και κατ' ὅ,τι)
1. κατά ποιόν τρόπο, πώς ή καθώς, όπως («καθότι γέγραπται»)
2. επειδή, διότι (α. «δεν τον άκουσα, καθότι είμαι βαρήκοος» β. «ὁ μὲν Ἀρτάβαζος, κατότι πρεσβύτατός τε εἴη», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. καθ' ,τι < κατά + αναφ. αντων. ὅστις, ἥτις, ,τι].

Greek Monotonic

καθότι: Ιων. κατότι αντί καθ' ὅ τι, κατά ποιο τρόπο, με τί είδους τρόπο, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθότι: ион. κᾰτότι (чаще καθ᾽ ὅ τι) conj.
1) как, так как, поскольку (κ. πρεσβύτατος Her.);
2) как, соответственно: κ. προείρηται Diod. как раньше было сказано; κ. ἄν τις χρείαν εἶχεν NT насколько кто нуждался;
3) как, каким образом: εἰδέναι κ. χωρήσει Thuc. предвидеть, какой оборот примет дело.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθότι, ook καθ’ ὅ τι, Ion. κατ’ ὅ τι hoe:. εἰδέναι καθ ’ ὅ τι χωρήσει weten hoe het zal aflopen Thuc. 1.82.6. naarmate:. καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν naarmate men behoefte had NT Act. Ap. 2.45. gezien het feit dat:. κατ ’ ὅ τι πρεσβύτατος... εἴη gezien het feit dat hij de oudste was Hdt. 7.2.3.

Middle Liddell


for καθ' ὅ τι, in what manner, Hdt., Thuc.