κάβος

From LSJ
Revision as of 14:05, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάβος Medium diacritics: κάβος Low diacritics: κάβος Capitals: ΚΑΒΟΣ
Transliteration A: kábos Transliteration B: kabos Transliteration C: kavos Beta Code: ka/bos

English (LSJ)

ὁ, (Hebr.

   A ḳab) corn-measure,= 4 ξέσται, LXX 4 Ki.6.25; f.l. in Gp.7.20.1.

German (Pape)

[Seite 1278] ὁ (Fremdwort), ein Getreidemaaß, VLL. In den Geop. steht ἐν τῷ κάβῳ τῷ λεγομένῳ χοίνικι.

Greek (Liddell-Scott)

κάβος: ὁ, μέτρον σίτου ἀντιστοιχοῦν πρὸς τὸ Ἑλληνικὸν χοῖνιξ, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ϛ΄, 25), Γεωπ. 7. 20. Πιθαν. ἐκ τοῦ Ἑβραϊκοῦ Kab.).

Greek Monolingual

(I)
κάβος, ὁ (Α)
εβραϊκό μέτρο για σιτάρι και ψωμί, αντίστοιχο προς το αρχ. ελλ. χοίνιξ, ίσο με 4 ξέστας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. qab].
(II)
ο (Μ κάβος)
1. ακρωτήριο, συνήθως ψηλό και απόκρημνο
2. χοντρό σχοινί τών πλοίων, καραβόσκοινο, παλαμάρι
νεοελλ.
φρ. α. (για τους κύκλιους ελλ. χορούς) «σέρνω τον κάβο» — είμαι πρώτος στον χορό, μπαίνω μπροστινός
β. «παίρνω κάβο» — αρχίζω να αντιλαμβάνομαι, να μπαίνω στο νόημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «ακρωτήριο» η λ. προέρχεται από γενουατικό cavo, ενώ με τη σημ. «σχοινί» από το ιταλ. cavo].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: measure of grain = 4. ξέσται (LXX).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Orient.
Etymology: from Hebr. qaƀ. Cf. also Egypt. ḳb, Hemmerdinger, Glotta 46 (1968)247. Cf. on γάβαθον, and καβαθα.

Frisk Etymology German

κάβος: {kábos}
Grammar: m.
Meaning: Getreidemaß, = 4. ξέσται (LXX),
Etymology : aus hebr. qaƀ. Vgl. zu γάβαθον, auch καβαθα.
Page 1,750