καταψηφίζομαι
English (LSJ)
fut. -ιοῦμαι Lys.12.90:—
A vote against or in condemnation of, τινος Antipho 1.12, Lys.10.31, Pl.Ap.36a, 41d, X.Ap. 32: metaph., τῆς ψυχῆς Democr.159; κ. τινὸς θάνατον pass a vote of death against him, Lys.12.100; κατεψηφισμένοι αὐτοῦ θάνατον X. HG1.5.19; κ. τινὸς δειλίαν, κλοπήν, find him guilty of cowardice, of theft, Lys.14.11, Pl.Grg.516a; ἀδικίαν ὑμῶν αὐτῶν Isoc.15.297: abs., οἱ -ψηφισάμενοι δικασταί Pl.Lg.878d: later in pf. Act. κατεψήφικα D.H.4.58,5.8. 2 Pass. (so always in aor.), to be condemned, ἑάλωκεν ἤδη καὶ κατεψήφισται D.21.151; θανάτου ἢ φυγῆς καταψηφισθῆναι to death or exile, Pl.R.558a, cf. Plt.299a. b of the sentence, to be pronounced against a person, δίκη κατεψηφισμένη τινός Th.2.53; κατεψηφισμένος ἦν μου ὁ θάνατος X.Ap.27, cf. 23; τὰ ὑφ' ὑμῶν -ψηφισθέντα Lys.14.12. 3 Med., carry measures adverse to a person, Plu.Caes.29. II vote in affirmation, opp. ἀποψηφ-, Arist. Pol.1298b39; generally, come to a determination, Id.Po.1461b2:— so in Pass., τὰ κοινῇ τοῖς Ἀχαιοῖς -ψηφισθέντα εἰς τιμήν τινος D.S.29.18. 2 metaph., ἀείμνηστον ἡμῶν δόξαν Vett.Val.351.28.
Greek (Liddell-Scott)
καταψηφίζομαι: Μέσ., διὰ τῆς ψήφου μου ἢ τῆς γνώμης μου ἀποφασίζω τι ἐναντίον τινός, τὸν καταδικάζω, τὸν κατακρίνω (ἀντίθ. ἀποψηφίζομαι, πρβλ. καταγιγνώσκω, ἀπογιγνώσκω), τινὸς Ἀντιφῶν 112. 42, Λυσ. 118. 40, Πλάτ. Ἀπολ. 35Ε· τοῖς καταψηφισαμένοις μου, ἀντίθ. οἱ ἀποψηφισάμενοι, αὐτόθι 41D, Ξεν. Ἀπολ. 32· κ. τινος θάνατον, ψηφοφορῶν ἀποφασίζω θάνατον ἐναντίον τινός, Λυσ. 129. 32· κ. τινος δειλίαν, κλοπήν, καταδικάζω τινὰ ὡς δειλόν, ὡς κλέπτην, ὁ αὐτ. 140. 32, Πλάτ. Γοργ. 516Α· ἀδικίαν Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 317, κτλ.·- οὕτω καὶ ὁ πρκμ., κατεψηφισμένοι αὐτοῦ θάνατον Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 19· οἱ κατεψηφισμένοι τινῶν ἀνθηλίσκοντο Δίων Κ. 58. 16·- οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ. πρκμ. κατεψήφικα, δὶς μόνον παρὰ Διον. Ἁλ. 4. 58., 5. 8. 2) πρκμ. καὶ παθ. ἀόρ. μὲ παθ. σημ., καταδικάζομαι, κατεψηφίσθαι Λυσ. 140. 36· ἥλωκεν ἤδη καὶ κατεψηφίσθη Δημ. 563. 24· οἱ καταψηφισθέντες θανάτου, φυγῆς καταψηφισθῆναι, εἰς θάνατον, εἰς ἐξορίαν, Πλάτ. Πολ. 558Α, πρβλ. Πολιτ. 299Α. β) ἐπὶ τῆς ἀποφάσεως, ἥτις ἐκδίδεται ἐναντίον τινός, δίκη κατεψηφισμένη τινὸς Θουκ. 2. 53· κατεψηφισμένος ἦν μου ὁ θάνατος Ξεν. Ἀπολ. 27, πρβλ. 23·- ὁ ἀόρ., κατεψηφίσθην, εἶναι ἀείποτε παθ., ἐνῷ ὁ πρκμ. ἔχει καὶ ἐνεργητ. σημασίαν (ἴδε ἀνωτ.). ΙΙ. ψηφίζω καταφατικῶς, ἐπιδοκιμάζω, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ κατάφημι καὶ τὸ ἀποψηφίζομαι, ἀναιρῶ, ἀκυρῶ, οἱ ὀλίγοι ἀποψηφισάμενοι μέν, κύριοι, καταψηφισάμενοι δέ, οὐ κύριοι, ἀλλ’ ἐπανάγεται εἰς τοὺς πλείστους αἰεὶ Ἀριστ. Πολ. 4. 14, 15· ἢ καθόλου, ἔρχομαι εἴς τινα ἀπόφασιν, ὁ αὐτ. Ποιητ. 25, 24·- οὕτως ἐν τῷ παθ., τὰ καταψηφισθέντα τοῖς Ἀχαιοῖς εἰς τιμὴν τοῦ ἀνδρὸς Διοδ. Ἐκλογ. 575. 38.
Greek Monotonic
καταψηφίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι — Μέσ.,
I. 1. ψηφίζω εναντίον ή σε αποδοκιμασία, καταδίκη, κατάκριση, τινος, σε Πλάτ., Ξεν.· κ. τινος κλοπήν, τον βρήκαν ένοχο κλοπής, σε Πλάτ.· ομοίως στον παρακ. Παθ., κατεψηφισμένοι αὐτοῦ θάνατον, σε Ξεν.
2. Παθ., στον Παθ. παρακ. και αόρ. αʹ, έχω καταψηφιστεί, σε Πλάτ., Δημ.· λέγεται για ποινή, αποφαίνομαι αρνητικά, δίκη κατεψηφισμένη τινός, σε Θουκ.· κατεψηφισμένος ἦν μου ὁ θάνατος, σε Ξεν.
II. ψηφίζω καταφατικά, επιδοκιμάζω, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
καταψηφίζομαι:
1) голосовать за осуждение: κ. τινος Plat. выносить обвинительный приговор кому-л.; κ. τινος θάνατον Lys. приговаривать кого-л. к смертной казни; καταψηφισθῆναι θανάτου Plat. быть приговоренным к смерти;
2) объявлять виновным: κ. κλοπὴν τοῦ Περικλέους Plat. признать Перикла виновным в краже;
3) (о приговоре) выноситься, объявляться: δίκη ἤδη κατεψηφισμένη σφῶν Thuc. уже произнесенный над ними приговор;
4) выносить решение, решать Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-ψηφίζομαι med. stemmen tegen, veroordelen, met gen. van pers.:; κ. Θεομνήστου Theomnestus veroordelen Lys. 12.100; met gen. van de straf:; θανάτου ἢ φυγῆς καταψηφισθῆναι veroordeeld zijn tot dood of verbanning Plat. Resp. 558a; schuldig bevinden aan, met gen. v. pers. en acc. v. zaak:. τούτου μὲν δειλίαν καταψηφίζεσθαι die man schuldig bevinden aan lafheid Lys. 14.11. instemmen, vaststellen:. καταψηφισάμενοι... οὐ κύριοι niet bevoegd om in te stemmen Aristot. Pol. 1298b39; αὐτοὶ καταψηφισάμενοι συλλογίζονται als zij dit eigenmachtig vastgesteld hebben, concluderen ze... Aristot. Poët. 1461b2.
Middle Liddell
fut. attic ιοῦμαι
I. Mid. to vote against or in condemnation of, τινος Plat., Xen.; κ. τινος κλοπήν to find him guilty of theft, Plat.; so in perf. pass., κατεψηφισμένοι αὐτοῦ θάνατον Xen.
2. Pass., in perf. and aor1 pass., to be condemned, Plat., Dem.:—of the sentence, to be pronounced against, δίκη κατεψηφισμένη τινός Thuc.; κατεψηφισμένος ἦν μου ὁ θάνατος Xen.
II. to vote in affirmation, Arist.