πάροινος

From LSJ
Revision as of 05:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάροινος Medium diacritics: πάροινος Low diacritics: πάροινος Capitals: ΠΑΡΟΙΝΟΣ
Transliteration A: pároinos Transliteration B: paroinos Transliteration C: paroinos Beta Code: pa/roinos

English (LSJ)

ον,

   A = παροινικός, Pratin.Lyr.1.8. Lys.4.8, Antiph. 146, etc. ; μάχαι π. Anacreont.40.12 ;τὸ σὸν π. Men.Pk.444. Adv. -νως Poll.6.21.    II = παροίνιος11, ὄρχησις Ath. 14.629e.

German (Pape)

[Seite 525] = παροίνιος; ἄνθρωπος, Antiphan. bei Ath. X, 445 c; Lys. 4, 8; καὶ μέθυσος, Luc. Tim. 55; a. Sp.; μάχη, beim Wein, Anacr. 40, 12; λήρησις, Plut. Symp. 8 prooem. – Auch adv., Poll. 6, 21.

Greek (Liddell-Scott)

πάροινος: -ον, = παροινικός, Πρατίν. 1. 10, Λυσίας, 101. 20, Ἀντιφάν. ἐν «Λυδῷ» 1, κλ.· - Ἐπίρρ. -νως, Πολυδ. Ϛ΄ , 21 ΙΙ. = παροίνιος ΙΙ, ὄρχησις Ἀθήν. 629Ε, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πάροινος· ἁμαρτωλός, μεθυστής. ὑβριστής, λοίδορος. ἔκλυτος».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ivre.
Étymologie: παρά, οἶνος.

English (Strong)

from παρά and οἶνος; staying near wine, i.e. tippling (a toper): given to wine.

English (Thayer)

πάροινον, a later Greek word for the earlier παροίνιος (παρά (which see IV:1) and οἶνος, one who sits long at his wine), given to wine, drunken: brawling, abusive).

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
ακόλαστοςπάροινος βασιλεία», Θεοφ. Σιμ.)
αρχ.
1. παροίνιος
2. οινοπότης, μέθυσος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πάροινον
η ιδιότητα του παροίνου, η παροινία.
επίρρ...
παροίνως Α
κατά τον τρόπο του παροίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἶνος (πρβλ. κάτ-οινος)].

Greek Monotonic

πάροινος: -ον, = παροινικός, Λυσίας κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάροινος -ον [παρά, οἶνος] dronken; subst. τὸ πάροινον dronken bui.

Middle Liddell

πάρ-οινος, ον, = παροινικός, Lys., etc.]