ποταπός

Revision as of 08:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A v. ποδαπός.

German (Pape)

[Seite 688] adv. ποταπῶς, s. ποδαπός.

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰπός: -ή, -όν, ἰδὲ ἐν λ. ποδαπός.

English (Strong)

apparently from πότε and the base of ποῦ; interrogatively, whatever, i.e. of what possible sort: what (manner of).

English (Thayer)

(in Dionysius Halicarnassus, Josephus, Philo, others) for the older ποδαπός (cf. Lob. Phryn., p. 56f; Rutherford, New Phryn., p. 129; Winer s Grammar, 24; Curtius, p. 537,5th edition); according to the Greek grammarians equivalent to ἐκ ποίου δαπεδου, from what region; according to the conjecture of others equivalent to ποῦ ἀπό (Buttmann, Lexil. 1:126, compares the German wovon)), the delta δ' being inserted for the sake of euphony, as in the Latin prodire, prodesse; cf. Fritzsche on Mark , p. 554 f (still others regard (δαπος merely as an ending; cf. Apollonius Dyscolus, Buttmann's edition, the index under the word)), ποταπή, ποταπον;
1. from what country, race, or tribe? so from Aeschylus down.
2. from Demosth. down also equivalent to ποῖος, of what sort or quality? (what manner of?): absolutely of persons, 1 John 3:1.

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
τιποτένιος, χωρίς καμιά αξία, ευτελής (α. «ποταπός άνθρωπος» β. «ποταπή ενέργεια» γ. «σκληρά, δειλά αναθρέμματα της ποταπής Ασίας», Κάλβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ποδαπός «από ποιον τόπο», το οποίο χρησιμοποιήθηκε με σημ. «ποίος, πόσος» και εύκολα έλαβε στη συνέχεια μειωτική σημ. για αναξιόλογη ποιότητα ή ποσότητα].

Russian (Dvoretsky)

ποτᾰπός: Sext., NT = ποδαπός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποταπός -ή -όν zie ποδαπός.