παρεισάγω
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
[ᾰγ], pf.
A παρεισῆχα Phld. Piet.32 :—lead in by one's side, bring forward, introduce, of persons brought into a public assembly, τοὺς παῖδας τῶν ἐν τῷ πολέμῳ τετελευτηκότων Isoc.8.82 ; τοὺς αἰχμαλώτους Plb.3.63.2 ; propose a candidate for a succession, Plu. Galb. 21. 2 with a notion of secrecy, π. [τοὺς Γαλάτας] εἰς Ἔρυκα introduce, admit them into the city, Plb.2.7.8, cf. 1.18.3. 3 introduce into a poem or narrative, κινδύνους Arist.Fr.142, cf. Phld. l.c., etc.; τὸν Ἀννίβαν ἀμίμητόν τινα π. στρατηγόν represent him as... Plb. 3.47.7, cf. 5.2.6, Corn.ND9 :—Pass., ib.20, al. 4 introduce doctrines, customs, etc., τὰς ὑπὲρ τῶν ἐν Ἅιδου διαλήψεις εἰς τὰ πλήθη π. Plb.6.56.12, cf. D.S.1.96 ; ξένα π. δαιμόνια Plu.2.328d; αἱρέσεις 2 Ep.Pet. 2.1 :—Pass., μουσικὴν παρεισῆχθαι τοῖς ἀνθρώποις Ephor. 8J.
German (Pape)
[Seite 512] (ἄγω), daneben hineinführen, heimlich einführen, auch ohne einen solchen Nebenbegriff, z. B. ins Theater, Isocr. 8, 82; oft bei Pol., z. B. 1, 18, 3; μουσικὴν ἐπ' ἀπάτῃ παρεισῆχθαι τοῖς ἀνθρώποις, 4, 20, 5; einrichten, 4, 21, 1; auch redend oder handelnd einführen, 3, 47, 7; D. Sic. 1, 96 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρεισάγω: εἰσάγω μετ᾿ ἐμοῦ εἰς δημοσίαν συνάθροισιν, παρεισῆγον τοὺς παίδας τῶν ἐν τῷ πολέμῳ τετελευτηκότων Ἰσοκρ. 175C· τοὺς αἰχμαλώτους Πολύβ. 3. 63, 2· εἰσάγω, συνιστῶ, Πλούτ. Γάλβ. 21. 2) μετὰ τῆς ἐννοίας μυστικότητος, π. τοὺς Γαλάτας, εἰσάγω, δέχομαι εἰς τὴν πόλιν, Πολύβ. 2. 7, 8, πρβλ. 1. 18, 3, κ. ἀλλ. 3) εἰσάγω εἰς ποίημα ἢ διήγημα, τοὺς κινδύνους Ἀριστ. Ἀποσπ. 137· τὸν Ἀννίβαν ἀμίμητόν τινα στρατηγὸν π., παριστῶ ὡς ..., Πολύβ. 3. 47, 7, πρβλ. 5. 2, 6, κτλ. 4) εἰσάγω λαθραίως καὶ ἀπατηλῶς, π. ξένα δαιμόνια Πλούτ. 2. 328Δ· ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας Β΄ Ἐπιστ. Πέτρου β΄, 1.
French (Bailly abrégé)
1 introduire furtivement ou doucement, comme par surprise ; laisser entrer;
2 introduire sans raison, faire intervenir à tort, mêler à.
Étymologie: παρά, εἰσάγω.
English (Strong)
from παρά and εἰσάγω; to lead in aside, i.e. introduce surreptitiously: privily bring in.
English (Thayer)
future παρεισαξω; (see παρά, IV:1); to introduce or bring in secretly or craftily: αἱρέσεις ἀπωλείας, ἕκαστος ἰδίως καί ἑτέρως ἰδίαν δόξαν παρεισηγαγοσαν, Hegesippus (circa 175 A.D.>) quoted in Eusebius, h. e. 4,22, 5; δοκοῦσι παρεισάγειν τά ἄρρητα αὐτῶν ... μυστήρια, Origen philos. (equivalent to Hippolytus refut. omn. haeres.) 5,17 at the end; of Marcion, νομίζων καινόν τί παρεισάγειν, ibid. 7,29 at the beginning; — passages noted by Hilgenfeld, Zeitschr. f. wissensch. Theol. 1860, p. 125f (οἱ προδόται τούς στρατιώτας παρεισαγαγοντες ἐντός τῶν τειχῶν κυρίους τῆς πόλεως ἐποίησαν, Diodorus 12,41 (cf. Polybius 1,18, 3; 2,7, 8). In other senses in other secular authors)
Greek Monolingual
ΝΜΑ
εισάγω με επιτηδειότητα, με δόλιο και απατηλό τρόπο (α. «Σωκράτης ξένα παρεισάγων δαιμόνια», Πλούτ.
β. «...ψευδοδιδάσκαλοι οἵτινες παρεισάξουσι αἱρέσεις ἀπωλείας», ΚΔ
γ. «ἑτέρους προφήτας παρεισάγονται», Ιω. Δαμ.)
αρχ.
1. προσάγω από τα πλάγια κάποιον ενώπιον άλλων
2. εισάγω μυστικά, κρυφά κάποιον
3. προτείνω κάποιον ως υποψήφιο
4. θεσμοθετώ, καθιερώνω
5. παρεμβάλλω φράσεις ή απόψεις σε κείμενο άλλου.
Greek Monotonic
παρεισάγω: μέλ. -ξω, οδηγώ προς την πλευρά κάποιου, φέρνω μπροστά, εισάγω, παρουσιάζω κρυφά, σε Ισοκρ., Κ.Δ.
Russian (Dvoretsky)
παρεισάγω: (ᾰγ)
1) (тайно) вводить (τινά Isocr., Polyb.; αἱρέσεις ἀπωλείας NT);
2) (тайно) впускать (τινά Polyb.);
3) (в рассказе) вводить, представлять, изображать (τοὺς κινδύνους Arst.; τὸν Ἀννίβαν Polyb.).
Middle Liddell
fut. ξω
to lead in by one's side, bring forward, introduce, Isocr., NTest.