κρύφιος
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
[ῠ], α, ον, also ος, ον E.IT1328, Th.7.25:—
A hidden, concealed, θυμός Pi.P.1.84; ὄφις S.Ph.1328. 2 secret, clandestine, ὀαρισμοί Hes.Op.789; λέχος S.Tr.360; εὐναί E.El.719 (lyr.); ἔρωτες Musae.1; ψᾶφοι Pi.N.8.26; κ. εἰσῆλθον E.HF598. Adv. -ίως Ps.- Luc.Philopatr.9. 3 occult, Procl.Inst.121, Dam.Pr.151; latent, ib.192, 201. Adv. -ίως ib.153. 4 voc. κρύφιε such an one, LXX Ru.4.1. 5 κρύφιος, ὁ, fabulous gem, Ps.-Plu.Fluv.13.4. 6 κρύφιος, ὁ, title of a grade of initiates in the mysteries of Mithras, CIL 6.751a, 753 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
κρύφιος: ῠ, α, ον, ὡσαύτως, ος, ον, Εὐρ. Ι. Τ. 1328, Θουκ. 7. 25· ― κεκρυμμένος, θυμὸς Πινδ. Π. 1. 162· ὄφις Σοφ. Φιλ. 1328. 2) λαθραῖος, ἀπόκρυφος, ὀαρισμοὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 791· λέχος Σοφ. Τρ. 360· εὐναὶ Εὐρ. Ἠλ. 720· ἔωρτες Μουσαῖ 1· ψᾶφοι Πινδ. Ν. 8. 44· κρ. εἰσῆλθον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 598 τὸ κρ. Διον. Ἀρεοπ. Ἐπίρρ. -ίως, Ψευδο-Λουκ. Φιλοπ. 9.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 caché;
2 secret, clandestin.
Étymologie: κρύπτω.
English (Slater)
κρῠφιος
1 secret [κρύφιον (codd. contra metr.: κρυφόν Aristarchus) (O. 2.97) ] ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύνει the inner spirit (P. 1.84) κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν (N. 8.26) κρυφίου δὲ λο[ (λόγου coni. Snell) fr. 260. 2.
Spanish
oculto, las cosas secretas, lo oculto
Greek Monolingual
-α, -ο (AM κρύφιος, -ον, θηλ. και κρυφία)
1. αυτός που δεν εκδηλώνεται ή δεν γίνεται φανερός σε άλλους, κρυφός, μυστικός, άδηλος, αφανέρωτος (α. «κρύφια ελπίδα» β. «αἱμυλίους τε λόγους κρύφιους τ' ὀαρισμούς», Ησίοδ.)
2. απόρρητος, απόκρυφος
μσν.-αρχ.
1. κρυμμένος («σηκὸν φυλάσσει κρύφιος οἰκουρῶν ὄφις», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κρύφιον
το μυστήριο («τὸ κρύφιον τοῦ θεοῡ», Διον. Αρεοπ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ κρύφιος
α) μυθώδης πολύτιμος λίθος
β) επιγρ. τίτλος βαθμούχου μυημένου στα μυστήρια του Μίθρα
2. (το αρσ. ως κλητική προσφώνηση) κρύφιε
καλέ, αγαθέ άνθρωπε («έκκλίνας κάθισον ὧδε, κρύφιε», ΠΔ).
επίρρ...
κρυφίως και κρύφια (AM κρυφίως, Μ και κρύφια)
λαθραία, κρυφά, μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ κρυφ- του κρύπτω (πρβλ. κέ-κρυφ-α) + κατάλ. -ιος (πρβλ. πόντ-ιος, ποτάμ-ιος)].
Greek Monotonic
κρύφιος: [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον (κρύπ-τω),
1. κρυφός, κρυμμένος, σε Σοφ. κ.λπ.
2. μυστικός, λαθραίος, σε Ησίοδ., Σοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
κρύφιος: и 2 (ῠ) скрытый, тайный (ψᾶφοι Pind.; λέχος Soph.; εὐναί Eur.): κ. οἰκουρῶν ὄφις Soph. змей, тайный страж (Хрисского храма); κρύφιοι ὀαρισμοί Hes. уединенные беседы.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρύφιος -α -ον, f. ook -ος [κρύπτω] verborgen:. κρύφιον θυμόν de verborgenheid van hun hart Pind. P. 1.84. geheim, heimelijk:; κρύφιον λέχος geheime geliefde Soph. Tr. 360; adv. κρυφίως in het geheim.
Middle Liddell
κρύ˘φιος, η, ον κρύπτω
1. hidden, concealed, Soph., etc.
2. secret, clandestine, Hes., Soph., etc.
Chinese
原文音譯:kruptÒj 克呂普拖士詞類次數:形容詞(19)
原文字根:藏(著的) 相當於: (אָטַם)
字義溯源:隱藏,隱祕,隱情,祕密,暗,暗地裏,隱祕事,隱藏的事,掩藏的事,暗昧事,暗處,暗中,暗藏,裏面的;源自(κρύπτω)*=隱藏)
出現次數:總共(19);太(7);可(1);路(2);約(3);羅(2);林前(2);林後(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 暗(6) 太6:4; 太6:4; 太6:6; 太6:6; 太6:18; 太6:18;
2) 隱藏的事(2) 太10:26; 路12:2;
3) 隱情(2) 林前4:5; 林前14:25;
4) 裏面的(1) 羅2:29;
5) 暗昧事(1) 林後4:2;
6) 隱藏(1) 彼前3:4;
7) 隱祕事(1) 羅2:16;
8) 暗中(1) 約7:10;
9) 隱藏著的(1) 可4:22;
10) 掩藏的事(1) 路8:17;
11) 暗處(1) 約7:4;
12) 暗地裏(1) 約18:20