βήρυλλος

Revision as of 20:00, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

English (LSJ)

ἡ,

   A gem of sea-green colour, beryl, LXX To.13.17, D.P. 1012, Tryph.70, PHolm.8.10, al.; Ἰνδὴ β. AP9.544 (Adaeus); β. λίθος Luc.VH2.11:—Dim. βηρύλλιον, τό, LXX Ex.28.20, D.S.2.52.

German (Pape)

[Seite 442] ἡ, ein meergrüner Edelstein, Beryll, Add. 6 (IX, 544); Dion. Per. 1012; Luc. V. H. 2, 11; ungenau auch masc.

Greek (Liddell-Scott)

βήρυλλος: ἡ, πολύτιμός τις λίθος χρώματος θαλασσοπρασίνου, Διον. ΙΙ. 1012, Τρυφ. 70· Ἱνδὴ β. Ἀνθ. ΙΙ. 9. 544· β. λίθος Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 2. 11· - ὑποκορ. βηρύλλιον, τό, Ἐπιφάν.· βηρύλλιος, ὁ, Ἑβδ.· βηρυλλιόλιθος, ὁ, αὐτόθι.

Spanish (DGE)

-ου, ἡ
1 mineral. berilo LXX To.13.17, D.P.1012, Plu.Fluu.18.3, Luc.VH 2.11, Triph.70, PHolm.47, 48, AP 9.544 (Adaeus), Hsch.
2 bot., una planta prob. la misma que βηρύλλιος Hsch.

• Etimología: Término de origen indio, cf. prácrito veruliya- de veḷuriya-, palabra dravídica seguramente de Vēḷur, n. de una ciu. de la India.

English (Abbott-Smith)

βήρυλλος, -ου, ὁ, ἡ, [in LXX: To 13:17 (-ύλλιον in Ex 28:20, שֹׁהַם*;]
beryl, a jewel of sea-green colour: Re 21:20.†

English (Strong)

of uncertain derivation; a "beryl": beryl.

English (Thayer)

βηρυλλου, ὁ, ἡ, beryl, a precious stone of a pale green color (Pliny, h. n. 37,5 (20) (i. e. 37,79)): βηρύλλιον, equivalent to שֹׁהַם, Winer s RWB under the word Edelsteine, 11; (especially Riehm, HWB, ibid. 3,12).

Greek Monolingual

η (AM βήρυλλος)
πυριτικό ορυκτό, μερικές ποικιλίες του οποίου αποτελούν πολύτιμους λίθους (ακουαμαρίνα, σμαράγδι, ηλιόδωρο, μοργανίτης).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βήρυλλος προήλθε με υποχωρητικό σχηματισμό από τη λ. βηρύλλιο, η οποία εισήχθη κατά την ελληνιστική εποχή μαζί με το αντικείμενο που δηλώνει από την Ινδία, την πατρίδα των πολύτιμων λίθων
πρβλ. μσν. ινδ. veruliya- < veluriya, (αρχ. ινδ. vaidūrya-), δραβιδική λ. που προήλθε πιθ. < Vēlur, όνομα πόλεως της Νότιας Ινδίας].

Russian (Dvoretsky)

βήρυλλος: ἡ берилл (драгоценный камень) Luc., Plut., Anth.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: a precious stone, beryll (LXX),
Other forms: βηρύλλιον id. (LXX).
Derivatives: βηρύλλιος a plant (Ps.-Dsc.); βηρυλλίτης (λίθος, Cat. Cod. Astr.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] India
Etymology: The stone came in hellenistic times from India; the name was Prākrit veruliya < veḷuriya (sanskriticised vaiḍūrya-). The word is Dravidian, perhaps derived from von Vēḷūr, now Bēlūr, a town in southern India, s. Master BSOAS 11, 304ff. βήρυλλος from βηρύλλιον Leumann Glotta 32, 215 n. 6.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βήρυλλος -ου, ἡ beryl (edelgesteente).

Frisk Etymology German

βήρυλλος: {bḗrullos}
Grammar: f.
Meaning: N. eines Edelsteins, Beryll (LXX usw.), βηρύλλιον ib. (LXX, D. S.).
Derivative: Davon βηρύλλιος Pflanzenname (Ps.-Dsk.) und βηρυλλίτης (λίθος, Cat. Cod. Astr.).
Etymology : Mit dem Stein ist auch die Benennung im hellenistischen Zeitalter aus Indien gekommen: prākrit veruliya aus veḷuriya (sanskritisiert vaiḍūrya-). Das Wort ist dravidisch und wahrscheinlich von Vēḷūr, jetzt Bēlūr, N. einer Stadt in Südindien, abgeleitet, s. Master BSOAS 11, 304ff. — βήρυλλος ist aus βηρύλλιον rückgebildet, s. Leumann Glotta 32, 215 A. 6.
Page 1,234

Chinese

原文音譯:b»rulloj 卑呂羅士

詞類次數:名詞(1)

原文字根:綠寶石

字義溯源:綠寶石^,水蒼玉;呈暗緣色,是新耶路撒冷城牆的第八根基

出現次數:總共(1);啓(1)

譯字彙編

1) 水蒼玉(1) 啓21:20