θησαυρίζω
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
A store, treasure up, ἐν ἀσφαλείῃ τὰ χρήματα θ. Hdt.2.121.ά; θ. τὸν νεκρὸν ἐν οἰκήματι to lay it by, ib.86; φάρμακα, σῖτα θ. παρ' αὑτῷ, X.Cyr.8.2.24, etc.; of fruits, lay up in store, preserve, pickle, [καυλοὺς] ἐν ἅλμῃ Thphr.HP6.4.10; τὸ ἔλαιον θ. [τὰς ὀσμάς] preserves its smell, Id.CP6.19.3:—Pass., ῥὰξ εὖ τεθησαυρισμένη S.Fr. 398.2; [ἡ ἐβένη] τὴν χρόαν οὐ -ομένη λαμβάνει τὴν εὔχρουν ἀλλ' εὐθὺς τῇ φύσει Thphr.HP4.4.6, cf. 3.12.5; ἡ τεθησαυρισμένη τῶν ἀρωμάτων ἀπόλαυσις Agatharch.97; τὸ θησαυρισθέν IG14.423 ii 37 (Tauromenium). b abs., hoard, lay up treasure, Phld.Oec.p.71J., Ep.Jac. 5.3; ἑαυτῷ Ev.Luc.12.21. 2 metaph., θ. σεαυτῷ ὀργήν Ep.Rom. 2.5; θ. θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ Ev.Matt.6.20; θ. εὐτυχίαν lay up a store of…, App.Sam.4.3:—Med., store up for oneself, ἑαυτῷ ὑπομνήματα Pl.Phdr.276d, cf. Isoc.15.229:—Pass., τεθησαυρισμένος κατά τινος φθόνος D.S.20.36; χάριτας -ισθησομένας Id.1.90; to be reserved, πυρί 2 Ep.Pet.3.7.
German (Pape)
[Seite 1211] aufspeichern, sammeln u. aufbewahren; χρήματα Her. 2, 121; νεκρόν 2, 86; φάρμακα Xen. Cyr. 8, 2, 24; Folgde; pass. ῥὰξ εὖ τεθησαυρισμένη Soph. fr. 464; τεθησαυρισμένος φθόνος D. Sic. 20, 36. – Med., ἑαυτῷ ὑπομνήματα Plat. Phaedr. 367 d; Hdn. 1, 14, 5.
Greek (Liddell-Scott)
θησαυρίζω: θέτω ἐντὸς ἀποθήκης, ἀποθηκεύω, ἀποθέτω, ἐν ἀσφαληΐῃ θ. τὰ χρήματα Ἡρόδ. 2. 121, 1· θ. τὸν νεκρὸν ἐν οἰκήματι, τοποθετῶ αὐτόν, αὐτόθι 86· φάρμακα, σῖτα θ. παρ’ αὑτῷ Ξεν. Κύρ. 8. 2, 24, κτλ.· ἐπὶ καρπῶν, ἀποθηκεύω, διατηρῶ, βάλλω εἰς ἅλμην, καυλοὺς ἐν ἅλμῃ Θεοφρ. Ι. Φ. 6. 4, 12· τὸ ἔλαιον θ. τὰς ὀσμάς, διατηρεῖ αὐτάς, ὁ αὐτ. ἐν Αἰτ. Φυτ. 6. 19, 3· ἡ ἐβένη θ. τὴν χρόαν, διατηρεῖ τὸ χρῶμα της, ὁ αὐτ. Ι. Φ. 4. 4, 6. - Παθ., ῥὰξ εὖ τεθησαυρισμένη Σοφ. Ἀποσπ. 464· τὸ θησαυρισθὲν Συλλ. Ἐπιγρ. 5640. ΙΙ. 37. 2) μεταφ., θ. εὐτυχίαν, ἀποταμιεύειν εὐτυχίαν..., Ἀππ. Σαυνιτ. 4. 3· θ. χάριτας, ἀποταμιεύειν ἐν τῇ μνήμῃ, Διόδ. 1. 90. - Μέσ., ἀποταμιεύω δι’ ἐμαυτόν, ἑαυτῷ ὑπομνήματα Πλάτ. Φαίδρ. 276D, πρβλ. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 244: - Παθ., τεθησαυρισμένος κατά τινος φθόνος Wess. Διόδ. 20. 36.
French (Bailly abrégé)
1 mettre en réserve, déposer dans un trésor;
2 mettre en réserve, conserver avec soin en gén. : νεκρὸν ἐν οἰκήματι HDT un mort dans sa maison;
Moy. θησαυρίζομαι mettre en réserve pour son usage, acc..
Étymologie: θησαυρός.
Spanish
English (Strong)
from θησαυρός; to amass or reserve (literally or figuratively): lay up (treasure), (keep) in store, (heap) treasure (together, up).
English (Thayer)
1st aorist ἐθησαυρισα; perfect passive participle τεθησαυρισμενος; (θησαυρός); from Herodotus down; to gather and lay up, to heap up, store up: to accumulate riches, τίνι, τί, θησαυρούς ἐηαύτω, to keep in store, store up, reserve: passive ὀργήν ἑαυτῷ, κακά, ζωήν, Psalm of Song of Solomon 9,9 (ἐυτυχιαν, Appendix, Samn. 4,3 (i. e. vol. i., p. 23,31edition, Bekker); τεθησαυρισμενος κατά τίνος φθόνος, Diodorus 20,36). (Compare: ἀποθησαυρίζω.)
Greek Monolingual
(ΑΜ θησαυρίζω) θησαυρός
αποταμιεύω, αποθησαυρίζω («ἐν ἀσφαλείη τὰ χρήματα θησαυρίζειν», Ηρόδ.
νεοελλ.
καταρτίζω συλλογή («θησαυρίζω τις παροιμίες»)
νεοελλ.-μσν.
1. (αμτβ.) πλουτίζω, σχηματίζω θησαυρό, έχω ή αποκτώ περιουσία
2. (μτβ.) κάνω κάποιον πλούσιο, δίνω σε κάποιον θησαυρούς («θησαύριζε την ψυχή σου»
μσν.-αρχ.
αποθηκεύω
αρχ.
1. (για καρπούς) διατηρώ
2. συγκεντρώνω, συσσωρεύω (α. «ὡς πῡρ ἐθησαυρίσατε ἐν ἐσχάταις ἡμέραις» ΚΔ
θ. «θησαυρίζειν εὐτυχίαν», Αππ.)
3. μέσ. θησαυρίζομαι
αποταμιεύω για τον εαυτό μου.
Greek Monotonic
θησαυρίζω: (θησαυρός), μέλ. -σω, αποθηκεύω ή θησαυρίζω, σε Ηρόδ., Ξεν., κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
θησαυρίζω:
1) хранить, сохранять, сберегать (ἐν ἀσφαληΐῃ τὰ χρήματα, τὸν νεκρὸν ἐν οἰκήματι Her.; ὅπλα τεθησαυρισμένα Plut.);
2) откладывать про запас, накапливать (ἢ φάρμακα ἢ σῖτα ἢ ποτά Xen.; τὴν τροφήν Arst.; θησαυροὺς ἑαυτῷ ἐπὶ γῆς NT);
3) тж. med. хранить в душе, накапливать в памяти (χάριτας Diod.; ἑαυτῷ ὑπομνήματα θησαυρίζεσθαι Plat.; ὀργὴν ἑαυτῷ NT): τεθησαυρισμένος κατά τινος φθόνος Diod. накопившаяся к кому-л. ненависть.
Middle Liddell
θησαυρός
to store or treasure up, Hdt., Xen., etc.
Chinese
原文音譯:qhsaur⋯zw 帖悄里索詞類次數:動詞(8)
原文字根:安置 進入 次日 相當於: (אָצַר) (צָבַר)
字義溯源:積蓄,積儹,積財,存留,留著,貯藏;源自(θησαυρός)=財物);而 (θησαυρός)出自(τίθημι)*=設立,安放)。這字有時是字面,有時是隱喻的意思;而( 雅5:3)卻是字面與隱喻同時使用,別有風格
同源字:1) (ἀποθησαυρίζω)儲存 2) (θησαυρίζω)積蓄 3) (θησαυρός)財物,倉庫參讀 (ἀποθησαυρίζω)同義字
出現次數:總共(8);太(2);路(1);羅(1);林前(1);林後(1);雅(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 積儹(2) 太6:19; 太6:20;
2) 積財(2) 路12:21; 林後12:14;
3) 你們⋯積儹(1) 雅5:3;
4) 你⋯積蓄(1) 羅2:5;
5) 留著(1) 林前16:2;
6) 存留著(1) 彼後3:7