κάβος

From LSJ
Revision as of 20:45, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάβος Medium diacritics: κάβος Low diacritics: κάβος Capitals: ΚΑΒΟΣ
Transliteration A: kábos Transliteration B: kabos Transliteration C: kavos Beta Code: ka/bos

English (LSJ)

ὁ, (Hebr.

   A ḳab) corn-measure,= 4 ξέσται, LXX 4 Ki.6.25; f.l. in Gp.7.20.1.

German (Pape)

[Seite 1278] ὁ (Fremdwort), ein Getreidemaaß, VLL. In den Geop. steht ἐν τῷ κάβῳ τῷ λεγομένῳ χοίνικι.

Greek (Liddell-Scott)

κάβος: ὁ, μέτρον σίτου ἀντιστοιχοῦν πρὸς τὸ Ἑλληνικὸν χοῖνιξ, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ϛ΄, 25), Γεωπ. 7. 20. Πιθαν. ἐκ τοῦ Ἑβραϊκοῦ Kab.).

Greek Monolingual

(I)
κάβος, ὁ (Α)
εβραϊκό μέτρο για σιτάρι και ψωμί, αντίστοιχο προς το αρχ. ελλ. χοίνιξ, ίσο με 4 ξέστας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. qab].
(II)
ο (Μ κάβος)
1. ακρωτήριο, συνήθως ψηλό και απόκρημνο
2. χοντρό σχοινί τών πλοίων, καραβόσκοινο, παλαμάρι
νεοελλ.
φρ. α. (για τους κύκλιους ελλ. χορούς) «σέρνω τον κάβο» — είμαι πρώτος στον χορό, μπαίνω μπροστινός
β. «παίρνω κάβο» — αρχίζω να αντιλαμβάνομαι, να μπαίνω στο νόημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «ακρωτήριο» η λ. προέρχεται από γενουατικό cavo, ενώ με τη σημ. «σχοινί» από το ιταλ. cavo].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: measure of grain = 4. ξέσται (LXX).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Orient.
Etymology: from Hebr. qaƀ. Cf. also Egypt. ḳb, Hemmerdinger, Glotta 46 (1968)247. Cf. on γάβαθον, and καβαθα.

Frisk Etymology German

κάβος: {kábos}
Grammar: m.
Meaning: Getreidemaß, = 4. ξέσται (LXX),
Etymology : aus hebr. qaƀ. Vgl. zu γάβαθον, auch καβαθα.
Page 1,750

Chinese

原文音譯:Ð b£toj 何(陽性冠詞) 巴拖士

詞類次數:名詞(1)

原文字根:簍

字義溯源:簍;猶太人液量單位,相當於一伊法,約合二十公升。源自希伯來文(בַּת‎)=罷特),約合六加侖;或源自(בַּתָּה‎)=荒地)

出現次數:總共(1);路(1)

譯字彙編

1) 簍(1) 路16:6