ὠτίον
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
English (LSJ)
τό, prop. Dim. of οὖς,
A auricle, Dsc.Eup.1.63, cf. 62; but usu. = οὖς, AP11.81 (Lucill.), LXX 1 Ki.9.15, al., Ev.Matt.26.51, Arr. Epict.1.18.18, PMag.Osl.1.332. II metaph., a little handle, προχύτου Hero Spir.1.9; χωρὶς ὠτίων ποτήριον Theopomp.Com.31, cf. Aët.1.138. 2 = ὠτάριον 111, Xenocr. ap. Orib.2.58.130; gloss on τήθη, = λεπὰς ἀγρία, Sch.Nic.Al.396.
Greek (Liddell-Scott)
ὠτίον: τό, κυρίως ὡς τὸ ὠτάριον, ὑποκορ. τοῦ οὖς, ἀλλὰ συχνάκις = οὖς, Ἀνθ. Παλατ. 11. 81, Ἑβδ. (Α΄, Βασιλ. Θ΄, 15, κ. ἀλλ.), Εὐαγγ. κ. Ματθ. κς΄, 51, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 211. ΙΙ. μεταφ., μικρὰ λαβή, «χεροῦλι», λαγήνου Ἥρων ἐν Math. Veit. 163. 2) εἶδος ὀστρακοδέρμου, Ξενοκρ. 17, ἴδε σημ. Κοραῆ σ. 150, 157, καὶ παραβαλ. ὠτάριον 2.
Spanish
English (Strong)
diminutive of οὖς; an earlet, i.e. one of the ears, or perhaps the lobe of the ear: ear.
English (Thayer)
ὠτίου, τό (diminutive of οὖς, ὠτός, but without the diminutive force; "the speech of common life applied the diminutive form to most of the parts of the body, as τά ῥινια the nose, τό ὀμματιον, στηθιδιον, χελύνιον, σαρκίον the body" Lob. ad Phryn., p. 211 f (cf. Winer s Grammar, 25 (24))), a later Greek word, the ear: R G (cf. ὠτάριον)); R G L (cf. ὠτάριον)), 26. (The Sept. for אֹזֶן, Amos 3:12.)
Greek Monotonic
ὠτίον: τό, υποκορ. του οὖς, αλλά συχνά = οὖς, σε Ανθ., Κ.Δ.
Russian (Dvoretsky)
ὠτίον: τό οὖς
1) ушко Anth.;
2) край уха NT.
Middle Liddell
ὠτίον, ου, τό, [Dim. of οὖς, but often = οὖς, Anth., NTest.]
Chinese
原文音譯:çt⋯on 哦提按詞類次數:名詞(5)
原文字根:耳 相當於: (אֹזֶן)
字義溯源:耳朵,外耳,耳;源自(οὖς)*=耳)
出現次數:總共(3);太(1);路(1);約(1)
譯字彙編:
1) 耳朵(3) 太26:51; 路22:51; 約18:26