пышный
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Russian > Greek
ἀγλαός, τανύπεπλος, ὑπερήφανος, μεγαλοπρεπής, μεγαλεῖος, δασύς, δασεῖα, δασύ, πυκνόφυλλος, πολυτελής, λιπαρός, ἁβρόπλουτος, ὑπέρκομπος, ἀγήνωρ, ἀγάνωρ, εὐθαλής, νεόπλουτος, τρυφερός, εὔθοινος, κάρπιμος, εὐανθής, εὔδειπνος, μάχλος, ὑπερβεβλημένος, ἁβρός, πάνθοινος, πλουτογηθής, πλουτογαθής, ὀγκηρός, ἐριθηλής, ἁβρότιμος, κλυτός, κλειτός, ἱππόλοφος, σοβαρός, ἀνθηρός, θαλερός