вращаться
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
ὁμιλέω ;; εἰλυφάζω ;; ἐγκυκλέομαι ;; στρέφω ;; πολεύω ;; περιθέω ;; κυκλέω ;; στρωφάω ;; γυρεύω ;; συμπεριφέρω ;; ἐνζωνίζομαι ;; ἐνστρέφω ;; ἀνελίσσω ;; ἀνελίττω ;; θέω