σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
πλεονάζω ;; πύκα ;; ἀμείνων ;; πολλαχῇ ;; πολλαχῆ ;; πλεονάκις ;; συχνάκις ;; θαμά ;; πολλάκις ;; πολλάκι ;; πυκνάκις ;; πυκνά ;; ταρφέα ;; θαμινά ;; πολλά