Αἰακός

From LSJ
Revision as of 15:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

English (Autenrieth)

son of Zeus and Aegina, grandfather of Achilles, Il. 21.189.

English (Slater)

Αἰᾰκός (-οῦ, -ῷ, -όν.) son of Zeus and Aigina, father of Peleus, Telamon, Phokos, first king and patron deity of Aigina.
   1 χώραν Δωριεῖ λαῷ ταμιευομέναν ἐξ Αἰακοῦ (O. 8.30) ἀποπέμπων Αἰακὸν (O. 8.50) πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ (P. 8.99) Αἰακῷ σε φαμὶ γένει τε Μοῖσαν φέρειν (N. 3.28) ἄπορα γὰρ λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν (N. 4.71) προθύροισιν δ' Αἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα (ἀντὶ τοῦ ἐν τῷ ἡρῴῳ τοῦ Αἰακοῦ. Σ.) (N. 5.53) λέγοντι γὰρ Αἰακόν μιν (= Δία) ὑπὸ ματροδόκοις γοναῖς φυ τεῦσαι (N. 7.84) ἱκέτας Αἰακοῦ σεμνῶν γονάτων ἅπτομαι (N. 8.13) ἀλλ' ἐν Οἰνώνᾳ μεγαλήτορες ὀργαὶ Αἰακοῦ παίδων τε (I. 5.35) (Οἰνοπίαν) δῖον ἔνθα τέκες Αἰακὸν βαρυσφαράγῳ πατρὶ κεδνότατον ἐπιχθονίων (I. 8.22) κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα (I. 9.1) ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ (cf. titulum, Αἰγινήταις εἰς Αἰακόν) Πα. 1. 3. ]Αἰακ[ (cf. tit. Αἰγινή[ταις.) Πα. 22h. 7.

Spanish (DGE)

(Αἰᾰκός) -οῦ, ὁ
mit. Éaco rey de Egina y juez del Hades, hijo de Zeus y la ninfa Egina Il.21.189, Hes.Th.1005, Fr.205.1, B.13.99, 183, Hdt.5.89, E.Andr.1246, Pl.Grg.524a, Ap.41a, Thg.124c, Isoc.9.14, Euph.84.2, A.R.3.364.

Russian (Dvoretsky)

Αἰᾰκός: ὁ Эак (сын Зевса и нимфы Эгины, миф. царь Эгины, ставший после смерти одним из трех судей в подземном царстве) Hom., Plat.