harsh
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Of sound: P. τραχύς. Of flavour: P. and V. πικρός, Ar. and P. δριμύς, P. στρυφνός, αὐστηρός. Of style: P. αὐστηρός. Severe: P. and V. πικρός, τραχύς, σκληρός, βαρύς, ἀγνώμων, σχέτλιος, Ar. and P. χαλεπός; see cruel. Of looks: P. and V. σκυθρωπός, V. στυγνός. Crabbed: Ar. and P. στρυφνός (Xen.), P. αὐστηρός.