contrition
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. and V. μεταμέλεια, ἡ (Eur., Frag.), P. μετάνοια, ἡ, V. μετάγνοια, ἡ.
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
subs.
P. and V. μεταμέλεια, ἡ (Eur., Frag.), P. μετάνοια, ἡ, V. μετάγνοια, ἡ.