ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
Full diacritics: πλάτων | Medium diacritics: πλάτων | Low diacritics: πλάτων | Capitals: ΠΛΑΤΩΝ |
Transliteration A: plátōn | Transliteration B: platōn | Transliteration C: platon | Beta Code: pla/twn |
bronze
A ladle for separating whey from curds, Hsch.
Α (κατά τον Ησύχ.) χάλκινη κουτάλα με την οποία διαχώριζαν το τυρόγαλο από το τυρόπηγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατύς + επίθημα -ων (πρβλ. γλίσχρ-ων)].