ποιηματικός

Revision as of 06:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ή, όν,

   A poetical, Plu.2.744f.

German (Pape)

[Seite 648] zum Gedichte gehörig, dichterisch, poetisch, Plut. Symp. 9, 14, 3 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ποιημᾰτικός: -ή, -όν, ποιητικός, Πλούτ. 2. 744Ε.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne un poème, poétique.
Étymologie: ποίημα.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ποίημα, -ατος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάποιο ποίημα.

Russian (Dvoretsky)

ποιημᾰτικός: поэтический Plat.