προσάλληλος
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
ον,
A one with or against another, X.Eq.4.3, Ach.Tat. 2.38. 2 congenial, π. καρπὸς πόπῳ prob. in Thphr.HP2.2.8. 3 mutual, Phld.D.3.14; correlative, Syrian. in Metaph.34.23.
German (Pape)
[Seite 748] gegen einander, Theophr., zw.
Greek (Liddell-Scott)
προσάλληλος: -ον, ὁ εἷς ἐναντίον τοῦ ἄλλου, Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 38.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. ο ένας μαζί με τον άλλο ή ο ένας εναντίον του άλλου
2. αρμόδιος ή πρόσφορος («προσάλληλος καρπὸς τόπῳ», Θεόφρ.)
3. αμοιβαίος
4. σχετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -άλληλος (< ἀλλήλων), πρβλ. κατ-άλληλος, παρ-άλληλος].