προσείλημα

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A wrapping, κεφαλῆς, i.e. turban, Creon 1.

Greek Monolingual

-είματος, τὸ, Α
1. αυτό με το οποίο καλύπτει κανείς κάτι, περικάλυμμα, περιτύλιγμα
2. φρ. «προσείλημα κεφαλῆς» — σαρίκι, τουρμπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + εἴλημα «κάλυμμα»].