προχάζω
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
A advance, Hsch., Phot. 2 = ἀναποδίζω, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
προχάζω: προχωρῶ, «προχάζοις· προβαίνοις. ἀναποδίζοις» καὶ «πρόχασον· πρόελθε» Ἡσύχ.· «προχάζοις: προβαίνοις» Φώτ.
Greek Monolingual
Α
1. (κατά τον Φώτ.) «προχάζοις
προβαίνοις»
2. (κατά τον Ησύχ.) «προχάζοις
ἀναποδίζοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χάζομαι «υποχωρώ, αποσύρομαι». Το ρ. απαντά σπανίως στην ενεργ. φωνή κυρίως σε συνθ. ρ. (πρβλ. ανα-χάζω)].