σταγών

From LSJ
Revision as of 15:50, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰγών Medium diacritics: σταγών Low diacritics: σταγών Capitals: ΣΤΑΓΩΝ
Transliteration A: stagṓn Transliteration B: stagōn Transliteration C: stagon Beta Code: stagw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, (στάζω)

   A drop, κροκοβαφὴς σ., of blood, A.Ag.1122 (lyr.), cf. Ch.400 (anap.); φόνου S.OT1278, cf. E.Ba.767; ὡς ἐκ πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα σταγών, of water, Id.Supp.81 (lyr.); σ. ἀποπίπτουσιν Hp.Flat.8; δίψιοι σ., of tears, A.Ch.186, cf. Ag.888; οἴνου χλωραὶ σ. E.Cyc.67 (lyr.); Λεσβία σ., of wine, Ephipp.29; τῆς . . ἀπὸ Λέσβου . . σταγόνος Antiph.174.5; σ. σπονδῖτις AP6.190 (Gaet.); σ. μαζῶν, of milk, ib.7.552 (Agath.); σ. πίσσης Str.16.2.44; σ. τοῦ κόσμου, the sea, M.Ant.6.36; ψυχραῖσιν σταγόνεσσι with dew-drops, IG 14.1942; σταγόσι κατέστικται is covered with spots, bespeckled, Ael. NA12.24; κατὰ σταγόνα drop by drop, S.E.M.7.90 (irreg. nom. pl. στάγες as if from στάξ, A.R.4.626).    II a metal,= ὀρείχαλκος or ἄσπρον χάλκωμα, Ti.Locr.99c, v. Sch. (p.22 ed. Gelder).

German (Pape)

[Seite 926] όνος, ἡ, der Tropfen; πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ' ἔνι σταγών, Aesch. Ag. 862; u. von den Thränen, ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι σταγόνες, Ch. 184, vgl. 394; φόνου μυδώσας σταγόνας, Soph. O. R. 1278, oft bei Eur., οἴνου χλωραὶ σταγόνες Cycl. 67, u. Folgde; κυάνεαι, Flecken, Ael. H. A. 12, 24; σπονδῖτις, Gaetul. 3 (VI, 190), – An. Rh. 4, 626 hat auch einen unregelmäßigen plur. στάγες. – Bei Tim. Locr. 99 c neben μόλυβδος, ein leichtflüssiges Metall, vielleicht Zinn; Hesych. erkl. τὸ καθαρὸν σιδήριον.

Greek (Liddell-Scott)

σταγών: -όνος, ἡ, (στάζω) «στάλα», «σταλαγματιά», κροκοβαφὴς στ., ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1122, πρβλ. Χο. 400˙ φόνον Σοφ. Ο. Τ. 1278, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 767˙ ὡς ἐκ πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα σταγών, ἐπὶ ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 81˙ δίψιοι στ., ἐπὶ δακρύων, Αἰσχύλ. Χο. 186, πρβλ. Ἀγ. 888˙ σταγόνες οἴνου Εὐρ. Κύκλ. 67˙ Λεσβία στ., ὁ οἶνος ὁ Λέσβιος, Ἔφιππ. ἐν Ἀδήλ. 1˙ τῆς ... ἀπὸ Λέσβου ... σταγόνος Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμ.» 1˙ σπονδῖτις στ. = σπονδή, Ἀνθ. Π. 6. 190˙ στ. μαζῶν, τὸ γάλα, αὐτόθι 7. 552˙ στ. πίσσης Στράβ.˙ στ. τοῦ κόσμου, ἡ θάλασσα, Μᾶρκ. Ἀντων. 6. 36˙ μεταβάλλεται εἰς σταγόνας [ἡ ἀτμὶς] Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 10˙ ψυχραῖς σταγόνεσσι, μὲ σταγόνας δρόσου, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 551. 7˙ σταγόσι κατέστικται, εἶναι κατάστικτος μὲ σταγόνας, Αἰλ. π. Ζ. 12. 24˙ κατὰ σταγόνα, guttitim, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 90˙ - ἀνώμαλ. ὀνομ. πληθ. στάγες ὥσπερ ἐξ ὀνομ. στάξ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 626. ΙΙ. μέταλλόν τι, =ὀρείχαλκος, Τίμ. Λοκρ. 99C, ἴδε Σχόλ.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
goutte qui découle, liquide tombant goutte à goutte (eau, vin, sang, etc.).
Étymologie: στάζω, cf. στάγες de *στάξ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. σταγόνα.

Greek Monotonic

σταγών: -όνος, ἡ (στάζω), σταγόνα, ρανίδα, στάλα, σε Τραγ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταγών -όνος, ἡ [στάζω] druppel:. κροκοβαφὴς σ. saffraangekleurde druppel (van bloed, geel door angst) Aeschl. Ag. 1122; ἐξ ἁλιβλήτου πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα σ. water dat druppelt uit een door de zee geslagen rots Eur. Suppl. 81.

Russian (Dvoretsky)

στᾰγών: όνος ἡ
1) капля: μεταβάλλεσθαι εἰς σταγόνας Arst. осаждаться в виде капель; φόνου σταγόνες Aesch. капли крови;
2) перен. струя, влага: μαζῶν σ. Anth. влага сосцов, т. е. молоко;
3) стагон (род металла) Plat.

Frisk Etymological English

See also: s. στάζω.

Middle Liddell

σταγών, όνος, ἡ, στάζω
a drop, Trag.

Frisk Etymology German

σταγών: {stagṓn}
See also: s. στάζω.
Page 2,773