συναθροίζω
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
pf. -ήθροικα (-υκα Pap.) POxy.1253.5 (iv A.D.):—
A gather together, assemble, esp. of soldiers, X.An.7.2.8, etc.; τὸ ναυτικόν Lys.2.34; ἀγέλην Babr.124.8; σ. ἐπὶ τὴν πόλιν . . Ἕλληνάς τε καὶ βαρβάρους Pl.Mx.243b:—Pass., X.An.6.5.30, Act.Ap.12.12. 2 of things, gather into one mass, τὸ κάταγμα εἰς ἕν Ar.Lys. 585 (anap.); τὸ σῶμα σ. bring the body together, Pl.Ti.44d:—Pass., ἐὰν εἰς μίαν . . πόλιν . . συναθροισθῇ τὰ . . Χρήματα Id.R.422d; τούτων συνηθροισμένων to sum up, therefore, ib.563d; σ. εἰς ἕν Id.Ti.25b; εἰς ταὐτό Arist.HA546b18; συνηθροισμένη τῇ πόλει δόξα Lycurg.110; συνηθροισμένον πᾶν ἰσχυρόν Thphr.Ign.12, cf. Vent.26; Χρόνῳ τὸ μῖσος -ηθροίσθη Phld.Piet.30. 3 of a single person, οὐ συνήθροισται στρατῷ has not joined the main army, E.Rh.613.
German (Pape)
[Seite 997] versammeln; Ar. Lys. 585; οὐ συνήθροισται στρατῷ, Eur. Rhes. 613; ξυναθροῖσαι ἐπὶ τὲν πόλιν πάντας Ἕλληνάς τε καὶ βαρβάρους, Plat. Menex. 243 b; ἐὰν εἰς μίαν πόλιν συναθροισθῇ τὰ τῶν ἄλλων χρήματα, Rep. IV, 422 d; ξυναθροισθεῖσα εἰς ἓν δύναμις, Tim. 25 b;, Folgende. wie Pol. 3. 50, 3.
Greek (Liddell-Scott)
συναθροίζω: ὡς καὶ νῦν, ἀθροίζω ἐπὶ τὸ αὐτό, μάλιστα ἐπὶ στρατιωτῶν, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 8, Πλάτ., κλπ.· τὸ ναυτικὸν Λυσί. 194. 2· ἀγέλην Βαβρ. 124. 8, τοῦτο ὃ νῦν κεφαλὴν ἐπονομάζομεν… ᾧ καὶ πᾶν τὸ σῶμα παρέδοσαν ὑπηρεσίαν αὐτῷ ξυναθροίσαντες θεοὶ Πλάτ. Τίμ. 44D, πρβλ. Πολυδ. Ε΄ 168· ξ. ἐπὶ τὴν πόλιν… Ἕλληνάς τε καὶ βαρβάρους Πλάτ. Μενεξ. 243Β. ― Παθ., Ξεν. Ἀν. 6. 5, 30. 2) ἐπὶ πραγμάτων συνάγω αὐτὰ εἰς ἕν, τὸ κάταγμα εἰς ἓν Ἀριστοφ. Λυσ. 585. ― Παθ., ἐὰν εἰς μίαν... πόλιν... συναθροισθῇ τά... χρήματα Πλάτ. Πολ. 422D· τὸ κεφάλαιον τούτων ξυνηθροισμένων, τὸ ὅλον τούτων τῶν ὁμοῦ συναθροισθέντων ποσῶν, αὐτόθι 563D· ξ. εἰς ἓν ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 25Β· εἰς ταὐτὸ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 15. 15· δόξα τῇ πόλει ξυνήθροισται Λυσί. 163. 34. 3) ἐπὶ μόνου ἑνὸς προσώπου, οὐ ξυνήθροισται στρατῷ, δὲν συνηνώθη μετὰ τοῦ στρατοῦ, Εὐρ. Ρῆσ. 613.
French (Bailly abrégé)
rassembler, réunir, acc. (une armée, une flotte) ; Pass. se rassembler, se serrer.
Étymologie: σύν, ἁθροίζω.
English (Strong)
from σύν and athroizo (to hoard); to convene: call (gather) together.
English (Thayer)
1st aorist participle συναθροίσας; perfect passive participle συνηθροισμενος; from (Euripides, Aristophanes, others), Isocrates down; the Sept. chiefly for קָבַץ and קִבֵּץ; to gather together with others; to assemble: τινας, to be gathered together i. e. come together, R G; Acts 12:12.
Greek Monolingual
ΝΜΑ αθροίζω
συγκεντρώνω πρόσωπα, ζώα ή πράγματα στο ίδιο μέρος για τον ίδιο σκοπό (α. «συναθροίζει τα χρήματα σε ένα συρτάρι» β. «συναθροίζειν ἀγέλην», Βάβρ.
γ. «τὸ κάταγμα λαβόντας δεῡρο ξυνάγειν καὶ ξυναθροίζειν εἰς ἕν», Αριστοφ.)
αρχ.
1. συγκεντρώνω στρατιώτες («συναθροίζειν τῶν διεσπαρμένων ὡς ἂν πλείστους δύνηται», Ξεν.)
2. παθ. συναθροίζομαι
(για μεμονωμένο πρόσ.) είμαι συνενωμένος με πλήθος.
Greek Monotonic
συναθροίζω: μέλ. -σω,
1. συγκεντρώνω, συγκαλώ, συνάγω, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.
2. επίσης, λέγεται για πράγματα, στην Παθ., τὸκεφάλαιον τούτων ξυνηθροισμένων, το σύνολο των συγκεντρωμένων αυτών ποσοτήτων, σε Πλάτ.
3. λέγεται για μεμονωμένο πρόσωπο, οὐ ξυνήθροισται στρατῷ, δεν συνενώθηκε με το κύριο στρατιωτικό σώμα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
συναθροίζω:
1) собирать (τὸ στράτευμα Xen.; τὸ ναυτικόν Lys.; ἀγέλην Babr.; τινάς NT): σ. τι εἰς ἕν Arph. собирать что-л. воедино; τὸ κεφάλαιον πάντων τούτων ξυνηθροισμένων Plat. суть всего этого, вместе взятого;
2) присоединять (τί τινι Plat.): ξυναθροίζεσθαι στρατῷ Eur. присоединяться к армии.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αθροίζω verzamelen.
Middle Liddell
fut. σω
1. to gather together, assemble, of soldiers, Xen., Plat., etc.
2. of things, in Pass., τὸ κεφάλαιον τούτων ξυνηθροισμένων the sum of these collected amounts, Plat.
3. of a single person, οὐ ξυνήθροισται στρατῷ has not joined the main army, Eur.
Chinese
原文音譯:sunaqro⋯zw 尋-阿特睞索
詞類次數:動詞(3)
原文字根:共同-集會 相當於: (קָבַץ) (קָהַל)
字義溯源:集會,一同聚集,一同聚會,聚集;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἄθλησις)Y*=聚集)組成。參讀 (ἀθροίζω)同義字
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 他聚集(1) 徒19:25;
2) 聚集(1) 徒12:12