ές,
A renowned, νᾶσος B.12.182; γένος IG12(9).1179 (Chalcis).
-ές, Αένδοξος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -κυδής (< κῦδος), πρβλ. θεο-κυδής, φιλο-κυδής].