φερεκυδής

Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

ές,

   A renowned, νᾶσος B.12.182; γένος IG12(9).1179 (Chalcis).

Greek Monolingual

-ές, Α
ένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -κυδής (< κῦδος), πρβλ. θεο-κυδής, φιλο-κυδής].