χάρων

From LSJ
Revision as of 16:10, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάρων Medium diacritics: χάρων Low diacritics: χάρων Capitals: ΧΑΡΩΝ
Transliteration A: chárōn Transliteration B: charōn Transliteration C: charon Beta Code: xa/rwn

English (LSJ)

[ᾰ], ωνος, ὁ, ἡ, poet. for χαροπός, Μήνης παῖδα χάρωνα, of the Nemean lion, Euph.84.4; so as Subst. (said to be Maced.),

   A χάρωνος ὠμηστοῦ δορά Lyc.455, cf. Hsch., etc.; also of the eagle, Lyc.260; of the Cyclops, Id.660.    II as pr. n., Charon, the ferryman of the Styx, E.Alc.254 (lyr.), 361, al.; voc. ὦ Χάρον Cratin.324c (v.l. Χάρων); but χαῖρ' ὦ Χάρων (with a pun) Ar.Ra.184.

German (Pape)

[Seite 1340] ωνος, ὁ, ἡ, poet. statt χαροπός, Beiwort des Löwen Lycophr. 455, vgl. Euphor. 47. S. N. pr.

Greek (Liddell-Scott)

χάρων: -ωνος, ὁ, ἡ, ποιητικ. ἀντὶ χαροπός, μάλιστα ὡς ὄνομα (Μακεδονικόν, ὡς λέγεται) τοῦ λέοντος, Εὐφορ. 47 (καὶ αὐτόθι Meineke, Λυκόφρ. 455, πρβλ. Ἠσύχ. ἔνθα : «χάρων· ὁ λέων, ἀπὸ τῆς χαροπότητος», Sturz D. Mac. σ. 47 κἑξ.· - ὡσαύτως ἐπὶ ἀετοῦ, Λυκόφρ. 260, καὶ αὐτόθι Bachm.· ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Λυκόφρ. 660. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα, Χάρων ὁ πορθμεὺς τῆς Στυγός, κληθεὶς οὕτως ἐκ τῶν ἀπαστραπτόντων καὶ ἀγρίων ὀφθαλμῶν αυτοῦ («Χάρος» = θάνατος), Εὐρ. Ἄλκ. 254, 361, κ. ἀλλ.· κλητ. ὦ Χάρον Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 52· ἀλλά, χαῖρ’ ὦ Χάρων (μετὰ παιδιᾶς ἐν τῇ λέξει) Ἀριστοφ Βάτραχ. 183.

French (Bailly abrégé)

ωνος;
adj. c. χαροπός.
Étymologie: DELG forme poét. raccourcie de χαροπός.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ
(ποιητ. τ.) προσωνυμία αρπακτικών ζώων και κυρίως του λιονταριού, που οφείλεται στην σπινθηροβόλα, απαστράπτουσα άγρια λάμψη τών ματιών του ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. συντμ. τ. της λ. χαροπός / χαρωπός, κατά μία άποψη σχηματισμένος κατ' επίδραση της λ. αἴθων.

Greek Monotonic

χάρων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, ἡ, ποιητ. αντί χαροπός, από όπου, ως κύριο όνομα, Χάρων, ο πορθμέας της Στύγας, από τα λαμπερά και άγρια μάτια του, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χάρων: ωνος (ᾰ) adj. Aesch. = χαροπός.

Frisk Etymology German

χάρων: 1. -ωνος
{khárōn}
Grammar: m. f.
Meaning: Beiname bzw. Name des Löwen (Euph., Lyk., H.), auch vom Adler und dem Kyklopen (Lyk.).
Etymology : Individualisierende Kurzform für χαροπός (Sommer Nominalkomp. 121 f., Leumann Sprache 5, 72); s. χαίρω.
Page 2,1075-1076
2. -ωνος
{Khárōn}
Grammar: m.
Meaning: der Fährmann der Toten in der Unterwelt (E., Ar. u.a.).
Derivative: Davon Χαρωνεύς = Χάρων (Ath. 15, 666a), metrische Erweiterung am Versende (vgl. Boßhardt 97); -(ε)ιος ‘den Charon (die Unterwelt) betreffend’ (Str., Gal., Zen. u.a.), -ίς f. ib. (Nonn.); -ῖται m. pl. = lat. Orcini, von den von Antonius nach dem Tode Cäsars eingesetzten Senatoren (Plu.).
Etymology : Appellativische Bed. ebenso wie Herkunft des Mythos unbekannt (aus Ägypten? D.S. 1, 92 u. 96; vgl. Nilsson Gr. Rel. I 328 f.). Im Altertum (Serv. Aen. 6, 299) mit χαίρω ("κατ’ ἀντίφρασιν") verbunden; in neuerer Zeit (z.B. v. Wilamowitz Glaube 1, 315) als Kurzform von χαροπός (= 1. χάρων) betrachtet. Nach van Windekens Beitr. z. Namenforsch. 9, 172 zu Ἀχέρων ("celui du cours d’eau, du fleuve"), griech. oder pelasgisch. — Zu Χάρων (Χάρος) im Ngr. Hesseling ByzZ 30, 186ff.; dazu Kretschmer Glotta 22, 238f.
Page 2,1076